Στο άρθρο της Καθημερινής, «Θεσσαλία: Το αποτύπωμα της καταστροφής στην αγροτική παραγωγή», η δημοσιογράφος Στέλλα Καλαϊτζή καταγράφει τις αναλύσεις των ειδικών για τις πολυεπίπεδες μακροχρόνιες παρενέργειες στο σύνολο της οικονομίας της Θεσσαλίας, μετά τις πρωτοφανείς καταστροφές που προκάλεσε η κακοκαιρία Daniel σε καλλιέργειες και ζωικό κεφάλαιο. «Καλλιέργειες κάτω από το νερό για ημέρες, νεκρά ζώα, τρακτέρ βυθισμένα στη λάσπη και λάστιχα κομμένα και ξεβρασμένα στους δρόμους. Αυτές είναι μόνο οι ορατές ζημιές που μπορεί να εντοπίσει όποιος βρεθεί στη Θεσσαλία μετά το πέρασμα της φονικής κακοκαιρίας Daniel», γράφει. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο site της εφημερίδας στις 17 Σεπτεμβρίου, δέκα μέρες πριν η Θεσσαλία και ειδικά ο Βόλος ξαναχτυπηθούν με σφοδρότητα, αυτή τη φορά από την κακοκαιρία Elias.
Στην προσπάθειά μας να καταγράψουμε το μέγεθος της καταστροφής για τους Θεσσαλούς παραγωγούς μετά και τη δεύτερη κακοκαιρία, μιλήσαμε μαζί τους τηλεφωνικά. Τους ρωτήσαμε τι αντίκτυπο έχουν στην παραγωγή τους οι πλημμύρες και αν εκτιμούν ότι θα έχουμε ελλείψεις σε τρόφιμα. Μιλήσαμε για την επόμενη μέρα και το τι πρέπει να γίνει για να ορθοποδήσουν.
«Χαθήκανε τόσα ζώα που δε μπορούμε πλέον να παράξουμε τυρί»
«Μαζεύουμε τα συντρίμμια. Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε», λέει ο Παναγιώτης Καρακάνας, ιδιοκτήτης του ομώνυμου τυροκομείου στον Βόλο. Ο Καρακάνας είναι από τους παραγωγούς που δεν υπέστησαν μεγάλες ζημιές στις εγκαταστάσεις τους. Δύσκολα όμως θα μπορέσει να παράξει προϊόν: «Πολλοί από τους παραγωγούς με τους οποίους συνεργαζόμαστε έχουν πάθει μεγάλες ζημιές και όσοι δεν πάθανε βρίσκονται σε σημεία που δεν μπορούμε να τους φτάσουμε. Για παράδειγμα, συνεργαζόμαστε με μονάδες που βρίσκονται γύρω από την Κάρλα. Είναι αποκλεισμένοι. Οι δρόμοι είναι κατεστραμμένοι ή πλημμυρισμένοι. Χαθήκανε τόσα ζώα που δε μπορούμε πλέον να παράξουμε τυρί. Στα λιμνάζοντα ύδατα υπάρχουν χιλιάδες νεκρά ζώα, τα νερά έχουν μολυνθεί, θα μολυνθεί η χλωρίδα και η πανίδα, και φοβόμαστε ότι θα βγάλουμε αμφιβόλου ποιότητας προϊόν, έως και επικίνδυνο».
»Είναι άγνωστο τι θα γίνει αύριο γιατί δεν ξέρουμε τι πρώτη ύλη θα παραλάβουμε. Τέτοια περίοδο άλλες χρονιές ξεκινούσαμε τον προγραμματισμό της χρονιάς. Τώρα δεν μπορούμε. Είναι ο μήνας που τα ζώα ξεκινάνε να βγάζουν γάλα. Όλοι οι τυροκόμοι ψάχνουν να βρουν γάλα. Έχουν ξαμολυθεί σε όλη την Ελλάδα. Εμείς παράγουμε κασέρια, φέτα και άλλα τυριά πιο ιδιαίτερα. Φέτος θα βγάλουμε μόνο τα βασικά. Είμαστε στη φάση “βλέποντας και κάνοντας”. Πριν λίγες μέρες, ενώ βρήκαμε γάλα από έναν παραγωγό, το αμάξι μας κόλλησε στον δρόμο και δεν καταφέραμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Το γάλα αυτό θα πάει χαμένο. Εγώ δεν θα μπορέσω να παράξω τυρί και ο παραγωγός θα χάσει το εισόδημα του. Είναι αλυσίδα. Και κανείς δεν έχει παρόμοια εμπειρία, είναι πρωτόγνωρο όλο αυτό».
Τι βοήθεια περιμένουν; «Περιμένουμε γενναίες ενισχύσεις για τους παραγωγούς που τα έχασαν όλα. Αλλά δυστυχώς ακούμε αστεία ποσά, όπως 80 ευρώ το κεφάλι, όταν ένα ζώο κοστίζει 300. Από εδώ και πέρα θα έχουμε ελλείψεις, αφού η Θεσσαλία τροφοδοτεί ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας – είναι επόμενο ότι θα υπάρχει πρόβλημα. Το σιτάρι, για παράδειγμα, πώς θα βγει φέτος και πώς θα τροφοδοτηθούν οι αλευροβιομηχανίες; Θα αναγκαστούν να πάρουν από έξω. Με άλλες τιμές και κόστη. Άρα η τιμή του ψωμιού θα αυξηθεί τους επόμενους μήνες. Οι τιμές θα ανέβουν σε όλη την Ελλάδα. Ήταν που ήταν οριακά. Τουλάχιστον είμαστε καλά και δεν έχουμε θύματα, αλλά και το ότι είμαστε καλά είναι σχετικό. Θα αρχίσουν άλλα προβλήματα τώρα, ψυχολογικού τύπου. Θέλω να είμαι αισιόδοξος αλλά δεν έχω από τι να πιαστώ».
«Ξέρουμε ότι πρέπει να αρχίσουμε πάλι από το μηδέν, αλλά δεν ξέρουμε πώς»
Η Ιωάννα Καρρά είναι κτηνοτρόφος στη Ζηλευτή Τρικάλων. Η επιχείρησή της είναι οικογενειακή, την τρέχει μαζί με τον σύζυγό της, Θάνο Ζουζούλα. Λίγο πριν τον ερχομό του παιδιού τους, το 2020, εγκαινίασαν τον καινούριο τους στάβλο στον οποίο βάλανε όλα τους τα χρήματα. Η Ιωάννα είναι 33 και ο Θάνος 35. «Τη μέρα της κακοκαιρίας Daniel παρά την έντονη βροχόπτωση δεν φαινόταν να διατρέχει κίνδυνο η μονάδα μας. Δεν περιμέναμε να πλημμυρίσει. Από τα ξημερώματα όμως της Πέμπτης, και αφού είχε σταματήσει η βροχή, μέσα σε μισή ώρα το νερό έφτασε πάνω από το 1,5 μέτρο. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα απολύτως για να μεταφέρουμε τα ζώα. Προσπαθήσαμε να φέρουμε φορτωτή να τα βάλουμε λίγα λίγα αλλά από κάποια φάση και μετά τίποτα δεν μπορούσε να φτάσει στη μονάδα και το νερό συνέχιζε να ανεβαίνει. Έφτασε μέχρι τα δύο μέτρα. Ήταν ανεξέλεγκτο. Είχαμε 750 ζώα, τα περισσότερα πρόβατα. Καταφέραμε να βγάλουμε με βάρκες 52 γίδια. Από τα πρόβατα δεν έζησε κανένα. Η μονάδα έχει καταστραφεί ολοσχερώς και πέρα από τις κτιριακές εγκαταστάσεις –που και ακόμη δεν ξέρουμε αν έχουν θέμα στατικότητας– δεν έχει μείνει τίποτα. Οι ζωοτροφές και τα μηχανήματα ήταν για πάνω από10 μέρες κάτω από το νερό που δεν υποχωρούσε. Τα νεκρά ζώα καταφέραμε να τα βγάλουμε στις 21 Σεπτέμβρη ενώ ήταν πνιγμένα από τις 7».
»Ξέρουμε πολύ καλά ότι πρέπει να αρχίσουμε πάλι από το μηδέν, αλλά δεν ξέρουμε πώς. Δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές ούτε κάποια ενημέρωση. Πώς θα γίνουν οι έλεγχοι και πότε θα δοθούν οι αποζημιώσεις; Δεν μας έχει ενημερώσει κανείς σχετικά με την απολύμανση του χώρου από τα μολυσμένα νερά. Μόνοι μας ρωτάμε ιδιώτες, γεωπόνους, κτηνιάτρους. Το μόνο που μας έχουν πει είναι “βγάλτε φωτογραφίες”. Από εκεί και πέρα, τίποτα. Περιμένουμε. Αλλά δεν μπορούμε να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, πρέπει να ζήσουμε. Έχουμε ξεκινήσει εργασίες αποκατάστασης μόνοι μας. Είναι μια μονάδα στην οποία έχουμε επενδύσει όλα μας τα χρήματα και τις ζωές μας. Το σημαντικότερο για εμάς που είμαστε παραγωγοί είναι να παράγουμε. Είναι ο μόνος τρόπος για να βγάλουμε χρήματα. Χρειαζόμαστε κεφάλαιο για να αγοράσουμε ζώα. Αυτό είναι απαραίτητο, αλλά δεν είναι αρκετό. Μέχρι να μεγαλώσουν τα ζώα και να μπορούν να παράξουν γάλα θα πρέπει να περάσουν δύο χρόνια. Δεν θέλουμε όμως επιδόματα. Θέλουμε χρήματα για να αγοράσουμε ζωικό κεφάλαιο και να μπούμε πάλι στη ρουτίνα της παραγωγής. Δε ζητάμε καν να μας χρηματοδοτήσουν εξ ολοκλήρου γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι οι επιχειρήσεις που έχουν καταστραφεί είναι πάρα πολλές.
»Πλέον το νερό έχει υποχωρήσει, έχουμε ξεκινήσει το καθάρισμα. Η καθημερινότητά μας είναι τα 52 γιδάκια που καταφέραμε να σώσουμε. Ρωτάμε τους παλιούς και κανείς δεν έχει ζήσει κάτι παρόμοιο. Έφυγα από τη μονάδα ξημερώματα Πέμπτης γιατί έπρεπε να γυρίσω σπίτι μου να θηλάσω το μωρό μου. Τον Θάνο, που έμεινε πίσω, τον πήραμε την επόμενη μέρα με βάρκες. Δεν ξέρουμε τι να πούμε. Έχουμε μείνει άφωνοι».
«Έχουν χαθεί όλες οι πηγές, άνοιξε η γη και τις κατάπιε»
Ο Κωστής Σαρακατσάνος, ορεινός βιοκαλλιεργητής βοτάνων, αρωματικών και πατάτας στη Μακρυνίτσα Πηλίου λέει: «Η Μακρυνίτσα αυτή τη στιγμή έχει σβήσει από τον χάρτη. Εκτιμώ ότι οικονομικά θα αρχίσουμε να επανερχόμαστε σε έναν χρόνο και αν. Η οικονομική καταστροφή που βιώνουμε είναι 10 φορές μεγαλύτερη από την εποχή της καραντίνας γιατί το Πήλιο βασίζεται κατά βάση στον τουρισμό. Για να γίνουν καινούριοι δρόμοι πρέπει πρώτα να αποκατασταθεί το οδικό δίκτυο στον Βόλο. Οι δρόμοι δε θα φτιάξουν πριν την Άνοιξη. Και έρχεται χειμώνας. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Μακρυνίτσας έχουν φύγει γιατί δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στα έξοδα».
Τον ρωτάμε για την επόμενη μέρα. «Δεν υπάρχει η επόμενη μέρα και αυτό το λέω χωρίς υπερβολές και χωρίς μαυρίλα. Το σπίτι μου βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα από τις ρωγμές. Για να γίνουν επισκευές πρέπει να περάσει καμιά τριετία. Όταν ήρθε η κακοκαιρία Ντάνιελ λέγαμε “εντάξει ό,τι έγινε έγινε. Κουτσά στραβά μέσα σε λίγους μήνες θα επανέλθουμε”. Αλλά ο Elias ήρθε να μας διαψεύσει και τα ισοπέδωσε όλα. Έσβησε κάθε ελπίδα που είχαμε. Έχουν χαθεί όλες οι πηγές, άνοιξε η γη και τις κατάπιε, δεν θα έχουμε να ποτίσουμε τις καλλιέργειες. Το Πήλιο θα ερημώσει. Η αδελφή μου φεύγει, πάει Γερμανία. Δεν υπάρχει προοπτική, πώς να μείνουμε. Όλο το Πήλιο ζει από τον τουρισμό και θα αργήσουμε πολύ να δούμε τουρίστες στα μέρη μας. Τι να έρθουν να κάνουν; Μου λένε όλοι “πάλι καλά, έχετε την υγειά σας”. Αλλά δεν είναι έτσι. Θα ξεκινήσουν οι καταθλίψεις, τα αυτοάνοσα, όταν είσαι σε απόγνωση τα πράγματα είναι δύσκολα. Και φαντάσου ότι είμαστε σε καλύτερη κατάσταση από τη Ζαγορά».
«Την παραγωγή την ξεχνάμε μέχρι την άνοιξη, μετά βλέπουμε»
Ο γεωργός και μελισσοκόμος Αλέξανδρος Γκουσιάρης που ζει και εργάζεται στο χωριό Ηλιάς Καρδίτσας μάς λέει κι εκείνος την προσωπική του εμπειρία: «Ξυπνάμε το πρωί, βλέπουμε συννεφιά και νιώθουμε ένα ρίγος να μας διαπερνάει. Φοβόμαστε μην τυχόν και ξαναέρθει η βροχή. Είμαστε στην τσίτα. Γιατί πλέον και λίγο να βρέξει, τα χωράφια πλημμυρίζουν αμέσως. Είναι τόσο ποτισμένη και κορεσμένη η γη που δεν πάει άλλο. Τώρα αυτό θα γίνεται. Συνέχεια θα βρέχει και θα πλημμυρίζουμε. Θα πρέπει να στηθεί ο κρατικός μηχανισμός. Αυτό που έγινε εδώ είναι ασύλληπτο. Τον χειμώνα ούτε να τον σκεφτόμαστε δεν θέλουμε. Είμαστε στη φάση που καθαρίζουμε τις λάσπες. Δεν πρέπει να την αφήσουν τη Θεσσαλία και έχω αρχίσει να το φοβάμαι αυτό. Έδωσαν μια πρώτη βοήθεια αλλά έχει πάει σε ελάχιστους. Στους περισσότερους λείπουν ακόμη τα απαραίτητα, όπως κρεβάτια, στρώματα. Ήρθε μια βοήθεια αλλά δεν ήταν συντεταγμένη. Οι άνθρωποι κοιμούνται σε sleeping bags ακόμη. Άλλαξε το βιοτικό επίπεδό μας από τη μια στιγμή στην άλλη».
Πώς θα είναι τα πράγματα όσον αφορά στην παραγωγή; «Την παραγωγή την ξεχνάμε μέχρι την άνοιξη και μετά βλέπουμε πώς θα πάει. Δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για το πώς θα βοηθηθούν οι παραγωγοί. Στην αγορά επικρατεί αρνητικό κλίμα. Είναι όλοι καχύποπτοι και υπάρχει αβεβαιότητα. Προσπαθούμε να ανεβάσουμε ο ένας τη διάθεση του άλλου. Πάμε στο καφενείο, λέμε καμιά κουβέντα να περάσει η ώρα, οργανώνουμε συγκεντρώσεις. Να ξεχαστούμε λίγο και να πάρουμε λίγο κουράγιο ο ένας από τον άλλον. Η ψυχολογία είναι το πιο δύσκολο κομμάτι και κανείς δεν μπορεί να επέμβει σε αυτό».