Η χερσόνησος του Σινά ήταν ανέκαθεν ένα από τα σπουδαιότερα σταυροδρόμια του κόσμου, σημείο συνάντησης δύο ηπείρων, της Αφρικής και της Ασίας, γέφυρα μεταξύ Μεσογείου και Ερυθράς Θάλασσας. Είναι Βυζάντιο, Ασία, Αφρική, κόσμος. Στεγνός τόπος, άγονος, αλλά και σφουγγάρι πολιτισμών, ένα πολυσύχναστο ιστορικό πέρασμα. Μια μικρή κουκκίδα ελληνισμού παλλόμενου, παρότι αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.
Τα φαγητά της μονής είναι κι αυτά ένα κράμα με μακρά ιστορία, όπως ακριβώς και τα συναρπαστικά μνημεία της. Το συνταγολόγιο έχει στοιχειοθετηθεί στη διάρκεια των αιώνων, με τις ρετσέτες που έφερναν οι πατέρες μέσα στις αποσκευές τους από την Ελλάδα. Η κουζίνα του Σινά είναι η ελληνική παραδοσιακή κουζίνα, διανθισμένη με τις ιδιαιτερότητες των τόπων καταγωγής των μοναχών. Ο τόπος φυσικά παίζει καθοριστικό ρόλο. Τα διαθέσιμα αιγυπτιακά υλικά κάθε εποχής και φυσικά το «χέρι» και η «εξωτική» προσέγγιση των Βεδουίνων, που παραδοσιακά είναι οι μάγειρες στη μονή, συνδιαμορφώνουν τη φυσιογνωμία της κουζίνας. Εδώ λοιπόν, μίλια μακριά από την πατρίδα μας, μαγειρεύεται η κουζίνα του τόπου μας, ίδια στον πυρήνα της αλλά διαφορετική στις εκφάνσεις της.
Αν πρέπει να περιγράψω συνοπτικά το DNA της μοναστηριακής κουζίνας του Σινά, θα έλεγα το εξής: είναι η λιτή, φτωχική, δωρική ελληνική μαγειρική ποτισμένη από το άρωμα του κύμινου, που βγαίνει σπάταλα από ένα μεγάλο βάζο, έχει την αψάδα καυτερού πιπεριού και τη σπιρτάδα ξερού κόλιανδρου. Αυτή είναι η συνήθης τριλογία μπαχαρικών, ένας τυφλοσούρτης που χρησιμοποιούν οι Βεδουίνοι μάγειρες για να καρυκεύουν τα φαγητά των πατέρων. Τα εμπλουτίζουν ενίοτε, εκτός από μαύρο πιπέρι, και με ένα είδος πικάντικης ρίγανης του όρους Σινά, που την αποκαλούν ζάταρ – η ταυτότητα του φυτού δεν είναι ξεκάθαρη και ενδεχομένως να πρόκειται για θρούμπι ή μαντζουράνα ή κάποιο άλλο αρωματικό φυτό με ανάλογα αρώματα. Προσθέτουν επίσης στα φαγητά τους μεγάλες ποσότητες σκόρδου και γενναίες δόσεις ξινού χυμού από τα μικροσκοπικά λάιμ, που τα λένε λάιμο, και πιο σπάνια καρυκεύουν και με λίγο ξερό δυόσμο. Το ταχίνι είναι ένα ακόμα βασικό συστατικό στις μαγειρικές τους, θεμελιώδες υλικό της νηστίσιμης κουζίνας, πολύ αιγυπτιακό και πολύ ελληνικό ταυτόχρονα.
Οι Βεδουίνοι, μάστορες της Σιναϊκής κουζίνας
Βεδουίνοι και μοναχοί έχουν μάθει να ζουν μαζί εδώ και αιώνες, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του μοναστηριού. Δεκαπέντε αιώνες κοινού βίου, παράδειγμα ειρήνης και αδελφοσύνης. Από τα χέρια των Βεδουίνων, με νοιάξιμο και επιμέλεια, περνούν όλα τα μαγειρέματα και ως εκ τούτου η κουζίνα του Σινά έχει το στίγμα τους. Οι μοναχοί μάς λένε ότι οι Βεδουίνοι της φυλής Γκεμπελία (που σημαίνει «ορεινή») είναι σκληραγωγημένοι και δυνατοί άνθρωποι. Σύμφωνα με τους μύθους που κυκλοφορούν, η δύναμή τους είναι τέτοια, που μπορούν ακόμα και βράχους να μετακινήσουν.
Κοιτώντας πίσω στον χρόνο, οι Βεδουίνοι όχι απλώς εργάζονταν στο (ή για το) μοναστήρι από πάντα, και ζούσαν από αυτό, αλλά επίσης κατά τις επιδρομές του παρελθόντος το προστάτευσαν, με όλες τους τις δυνάμεις, ενώ έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή σε κάθε δυσκολία, τιμώντας την αρχική ιδιότητα των προγόνων τους. Ιστορικά, οι Βεδουίνοι ήταν φρουροί και υπηρέτες της μονής. Στο χρονικό του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Ευτυχίου (933-939) αναφέρεται σχετικά ότι «ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπέστειλε ἔξαρχο μὲ ἑκατὸ δούλους τῶν Ρωμαίων καὶ τὶς οἰκογένειές τους καὶ μὲ τὴν διαταγή νὰ πάρει ἰσαρίθμους δούλους καὶ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὡς φρουροὺς καὶ ὑπηρέτες τῆς νεοανεγερθείσης Μονῆς». Παρότι δεν είναι Χριστιανοί, τρέφουν απόλυτο σεβασμό στις συνήθειες των πατέρων, ενώ και ο δικός τους τρόπος ζωής είναι λιτός και σεμνός. Οι εργασίες για τις οποίες είναι αρμόδιοι τους φέρνουν σε καθημερινή επαφή με τους μοναχούς. Κάποιοι είναι φύλακες στην είσοδο της μονής, άλλοι οδηγοί ή μάγειρες.
Μέρες Σαρακοστής στο Σινά
Όσοι από τους πατέρες τα καταφέρνουν με τα μαγειρέματα έχουν κι αυτοί άποψη και συμμετέχουν στη διαμόρφωση του συνταγολογίου της μοναστικής καθημερινότητας. Εκτός από τα ολίγα που παρέχει ο τόπος, στις μαγειρικές συνεισφέρουν και τα κοσμικά πεσκέσια που έρχονται ως προσφορά από δωρητές ή μαζί με τους προσκυνητές ή αποστέλλονται από τους συγγενείς και τους οικείους των μοναχών και διατίθενται για τα κοινά μαγειρέματα.
Η δε εποχικότητα δεν ορίζεται μόνο από τη διαθεσιμότητα πρώτων υλών αναλόγως καιρού και συνθηκών, αλλά αφορά και τις διατροφικές συνήθειες της μοναστικής ζωής, που περιλαμβάνει νηστεία λιγότερο ή περισσότερο αυστηρή, ανάλογα με τη χρονική περίοδο. Ο βασικός και απαράβατος κανόνας σε ετούτο εδώ το μοναστήρι της ερήμου είναι ότι ουδείς τρώει κρέας, ουδείς το μαγειρεύει. Το κρέας δεν περνάει την πύλη της μονής, αλλά ο πατέρας Δανιήλ έχει να θυμάται παλιές ιστορίες που κάποιοι πατέρες ξενιτεύονταν για να φάνε κρέας εκτός μονής. «Πήγαιναν», όπως μας εξιστορεί, «στη Ράμπα, σε βεδουίνικα μαγαζιά, αλλά ήταν πολύς κόπος και σταδιακά αυτή η συνήθεια εξασθένησε».
Κατά τις τρεις πρώτες ημέρες της Σαρακοστής, δηλαδή Δευτέρα έως Τετάρτη, το μοναστήρι παραμένει κλειστό και επιβάλλεται ξηρασία και πλήρης νηστεία, οπότε και δεν ανοίγει καθόλου η τράπεζα. Εκείνες τις ημέρες επιτρέπεται μόνο αμαγείρευτη τροφή, όπως ντομάτες, χουρμάδες, παξιμάδια, ξηροί καρποί. Το τριημέρι της ξηρασίας ισχύει μόνο για τη νηστεία της μεγάλης Σαρακοστής.
Την Τετάρτη ξεκινάει η άλαδη νηστεία. Τρώνε αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία, κατά τις 2, συνήθως χορτόσουπα μαλακτική, φρούτα και χουρμάδες. Τις επόμενες ημέρες εξακολουθεί η άλαδη νηστεία, οπότε δεν επιτρέπονται το λάδι, τα μαλάκια και τα θαλασσινά. Λάδι επιτρέπεται μόνο κάθε Σάββατο και Κυριακή, που είναι οι ημέρες κατάλυσης οίνου και ελαίου. Εξαίρεση είναι το Μεγάλο Σάββατο – και μοναδικό Σάββατο του χρόνου που δεν τρώγεται το λάδι. Υπάρχουν μόνο δύο ημέρες κατάλυσης ιχθύος στο μοναστήρι Σινά κατά τη Σαρακοστή. Είναι η μέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και η Κυριακή των Βαΐων – εκτός αν αυτές οι μέρες πέφτουν πολύ κοντά, οπότε σε αυτή την περίπτωση έχουν κατάλυση ιχθύος μόνο τη μία από τις δύο. Αυτές τις ημέρες επιτρέπονται λαδερά, μαλάκια και ψάρια. Κατά τις αρτύσιμες ημέρες, οι πατέρες της Μονής Σινά μπορούν να καταναλώσουν τα πάντα, πλην του κρέατος φυσικά.
Από τις κοιλάδες του Νείλου και τους ερημικούς μπαχτσέδες, στις κατσαρόλες της μονής
Ο καυτός ήλιος, οι ανομβρίες, ο βραχώδης και άγονος ορεινός τόπος είναι τροχοπέδη για τις σιναΐτικες καλλιέργειες, όμως δυναμώνουν τη γευστική ένταση των λιγοστών καρπών, που είναι μικροί και πυκνοί σε ουσία. Στα μανάβικα του χωριού πολλά από τα όσπρια, τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά προέρχονται από τις πιο εύφορες καλλιέργειες της κοιλάδας του Νείλου. Τα παλιά χρόνια, η μαναβική ερχόταν με τα καραβάνια και ήθελε έναν μήνα από το Κάιρο και 15 ημέρες από τα Ιεροσόλυμα για να φτάσει, όπως διηγούνται οι αρχαιότεροι πατέρες για τις εποχές κατά τις οποίες όλες οι συναλλαγές γίνονταν με στάρι. Πλέον τα τρόφιμα φορτώνονται σε αγροτικά αμάξια, διασχίζουν όλη την έρημο μισοσκεπασμένα και, όταν φτάνουν στην κουζίνα της μονής, είναι τίγκα στη σκόνη. Εκεί οι μάγειρες τα μουλιάζουν για κάμποση ώρα, ακόμα κι αν πρόκειται για φρούτα και λαχανικά που δεν τρώγεται η φλούδα τους. Τα δε χορταρικά τα ψιλοκόβουν πριν τα βάλουν στο νερό, για να απομακρυνθεί πιο εύκολα η ψιλή άμμος.
Καρποί από τους κήπους του πατέρα Μιχαήλ
Για να ζήσει μια κοινότητα εδώ, πρέπει να έχει μεριμνήσει για τα πάντα. Καθετί που είναι φυτεμένο έχει κάποιον χρηστικό λόγο ύπαρξης. Ακόμα και τα κυπαρίσσια δεν είναι καλλωπιστικά, παρά φυτεύτηκαν για την ξυλεία τους. Μπορεί η μονή να μην είναι αυτάρκης, αλλά οι κήποι της είναι καρπεροί και τους προμηθεύουν με ζουμερά φρούτα. Εκεί λοιπόν, στους οπωρώνες που βρίσκονται έξω από τα τείχη της Μονής, κάνει κουμάντο ο πατέρας Μιχαήλ. Κάποτε, ο ίδιος ήταν καλλιεργητής με θερμοκήπια στην Ιεράπετρα. Τώρα φροντίζει τα λιγοστά ξινά του κήπου. Έχουν κι αμυγδαλιές κι αρκετά αμπέλια. Τα παλιά χρόνια, οι μοναχοί καλλιεργούσαν επίσης μια εκλεκτή ποικιλία αχλαδιών, που, όπως μας διηγήθηκε νωρίτερα ο οικονόμος, ο πατέρας Δανιήλ, τα τύλιγαν σε χαρτί ένα ένα και τα έστελναν μέχρι και στον σουλτάνο. «Καφάσια ολόκληρα με απίδια έφευγαν από τη μονή. Χάθηκαν όμως αυτά τα δέντρα», εξηγεί.
«Το πιο αξιόλογο προϊόν της μονής είναι το λάδι», μας λέει ο πατέρας Μιχαήλ, καθώς μας ξεναγεί στους κήπους. Είναι περήφανος για την παραγωγή τους που έχει βραβευτεί σε Αθήνα, Λονδίνο και Καναδά. «Έχουμε περί τις 2.000 ρίζες ελιές, εκ των οποίων οι περισσότερες βρίσκονται στον κήπο των Αγίων Τεσσαράκοντα. Είναι κατά βάση της ποικιλίας Τσουνάτη, και έχουμε και λίγες Κορωνέικες. Η Τσουνάτη εγκλιματίστηκε καλύτερα εδώ στο Σινά, και βγάζει ένα λάδι με πολλά φαινολικά, σκέτο φάρμακο. Τα τελευταία χρόνια, τις προσέχουμε πιο πολύ, κάνουμε ψυχρή έκθλιψη αυθημερόν. Λίγο είναι βέβαια το λάδι μας, δε μας καλύπτει όλες τις ανάγκες, αλλά ελπίζουμε τα επόμενα χρόνια, με τις μεθόδους καλλιέργειας που εφαρμόζουμε, να βγάλουμε περισσότερο και ακόμα καλύτερης ποιότητας προϊόν. Δεν χρησιμοποιούμε λιπάσματα, παρά μόνο κοπριά από τις κατσίκες μας, και παράγουμε βιολογικό, καθαρό ελαιόλαδο. Δόξα τω Θεώ βρήκαμε και αρκετό νερό από τη γεώτρηση: εδώ είναι γρανίτης και είναι δύσκολο να τρυπήσει το γεωτρύπανο, φέραμε όμως ένα μηχάνημα από την Κρήτη και το νερό όχι μόνο είναι αρκετό, αλλά είναι και καλής ποιότητας»
Και από ψάρια … σιγή ιχθύος
Τα φρέσκα ψάρια και θαλασσινά είναι δυσεύρετα. Εδώ φτάνουν συνήθως όσα βρίσκονται σε κατεψυγμένη, παστωμένη ή λιαστή μορφή. Ή και σε κονσέρβα, οπότε, αν υπάρχει φαντασία, ακόμα κι αυτή θα αξιοποιηθεί καταλλήλως, όπως και έγινε με την ψαρόσουπα των 2.000 μέτρων που είχαν ετοιμάσει κάποιοι πατέρες σε μια ανάβασή τους στο όρος της Αγίας Αικατερίνας, με τόνο κονσέρβας. Από διηγήσεις των πατέρων μαθαίνουμε, επίσης, ότι σε παλαιότερες εποχές τα ψάρια που έφερναν από τη Ραϊθώ, για να αντέξουν στη διαδρομή, τα καθάριζαν πρώτα και ύστερα τα τηγάνιζαν πριν τα στείλουν στο μοναστήρι ή τα έστελναν λιασμένα και στο Σινά τα μαγείρευαν σε γιουβέτσια.
Στη σπάνια περίπτωση που φτάσουν φρέσκα ψάρια στη μονή, χρειάζεται να επιστρατευτεί κάποιος γνώστης για τη σωστή διαχείρισή τους, ειδάλλως τα πράγματα μπορεί να πάρουν δυσάρεστη τροπή. Όπως εκείνη τη φορά που ένα μεγάλο φρέσκο μαγιάτικο πήγε αδικοχαμένο, όπως μου διηγείται ο τωρινός οικονόμος, ο πατέρας Δανιήλ, που είναι στο Σινά μια ολόκληρη ζωή: «Πήραν το μαγιάτικο και πήγαν να το κάνουν βραστό. Μαύρη έγινε η σούπα, δεν τρωγόταν. Έπιασαν τότε το βραστό ψάρι και το έκαναν τηγανητό. “Μα τέτοιο ψάρι και να μην το φάνε”, μου έλεγε ο πατέρας που είχε αναλάβει την επίβλεψη του μαγειρέματός του κι είδε όλα τα πιάτα να γυρνάνε πίσω γεμάτα. “Κάθε ψάρι πρέπει να τρώγεται ωραία”, του είπα κι εγώ. “Το μαγιάτικο δεν τρώγεται έτσι, θέλει να στραγγίσει το αίμα του”». Από θαλασσινά η μονή έχει πρόσβαση κυρίως σε σουπιές κατεψυγμένες και σε γαρίδες. Το χταπόδι, π.χ., οι Αιγύπτιοι δεν το τρώνε και δεν βρίσκεται εύκολα στις αγορές τους.
Επτά ημέρες γεμάτες μαγειρικές και προσευχές
Την εβδομάδα που περάσαμε στη μονή, η ρουτίνα μας ξεκινούσε αχάραγα, στις 5 το πρωί, μάλλον αργούτσικα αν λάβουμε υπόψη ότι οι πατέρες ήταν ήδη ξύπνιοι από τις τρεις. Ξεκινούσαμε από τους ξενώνες, λίγα μέτρα έξω από το μοναστήρι, διασχίζαμε τον παμπάλαιο ελαιώνα και περνούσαμε τα τείχη σπρώχνοντας τη βαριά ιουστινιάνειο πόρτα, καλημερίζοντας τον Νάσερ, τον πορτάρη. Παρακολουθούσαμε την πρωινή λειτουργία και στη συνέχεια μαζευόμασταν στο αρχονταρίκι, το σαλόνι όπου οι πατέρες υποδέχονται τους επισκέπτες τους. Παίρναμε τον καφέ μας και ένα μαύρο βεδουίνικο τσάι που σμίγει με ντόπια βότανα και σερβίρεται γλυκό. Υπεύθυνος για τα σερβιρίσματα ο Αμπαντίρ, ένας ψηλός και ντροπαλός Βεδουίνος με χαμηλωμένο το κεφάλι και τα μάτια, ευγενικός και προσηνής. Εξπέρ στο άνοιγμα φύλλου, ο Αμπαντίρ κάποια πρωινά ετοίμαζε μεγάλα ταψιά με πίτες για τους πατέρες και τους καλεσμένους τους. Μαζί με τον καφέ σερβίρεται συχνά και γλυκό.
Ανάλογα με την ημέρα, υπήρχαν νηστίσιμα ή αρτύσιμα γλυκά. Μια μέρα μάς πρόσφεραν τούρτα μήλου με σαντιγί και μους σοκολά, μια άλλη είχαμε χαλβά σιμιγδαλένιο άλαδο, άλλη φορά ρυζόγαλο νηστίσιμο, τσίζκεϊκ, γαλακτομπούρεκο, νεράντζι γλυκό κουταλιού. Μετά τον καφέ, η μέρα μας άλλοτε συνεχιζόταν στην κεντρική κουζίνα, πλάι στην τράπεζα της μονής, κι άλλες φορές μαζί με τον προσφοράρη στη μικρή κουζίνα, όπου προετοιμάζονται τα πρόσφορα, στο ζαχαροπλαστείο, στον παλιό φούρνο ή στην κουζίνα του Κυρίλλου, ακριβώς έξω από τα τείχη. Με τους Βεδουίνους, τον Χμετ, τον Χάσαν, τον Σάλεμ, τον Χσεν, και τον μοναχό Στέφανο παρέα, ετοιμάζαμε τα φαγητά της ημέρας, που θα σερβίρονταν στις 12 ακριβώς, στην τράπεζα στο νοτιοανατολικό τμήμα της μονής.
Η ώρα του φαγητού στην τράπεζα είναι μια ώρα…κρίσεως: το φαγητό που δεν αρέσει στους μοναχούς δεν θα φαγωθεί. Το φαγητό είναι μία πράξη αγάπης προς τους αδελφούς μας, εξηγούν οι πατέρες, πρέπει να είναι μαγειρεμένο με νοιάξιμο και φροντίδα. Οι Βεδουίνοι μάγειρες είναι μεθοδικοί και συστηματικοί. Πριν φύγουν από την κουζίνα του μοναστηριού, ενημερώνονταν για την αυριανή παραγγελία του οικονόμου. Δική του δουλειά είναι να αποφασίσει για το φαγητό της επόμενης ημέρας κι αφού πάρει την ευλογία του Δικαίου, να υπολογίσει τις μερίδες που αναλογούν στους πατέρες (περί τους 23 μοναχούς) και στους Βεδουίνους που εργάζονται στη μονή, και μαζί με αυτούς να συνυπολογίσει και τους επισκέπτες. Οι Βεδουίνοι μάγειρες κατέγραφαν στη συνέχεια τη λίστα με τα υλικά που θα χρειάζονταν, την παρέδιδαν στο οικονομείο και το επόμενο πρωί παραλάμβαναν τις πρώτες ύλες για τις μαγειρικές τους. Την ξηρά τροφή την έπαιρναν από την αποθήκη της μονής και τα φρέσκα προϊόντα τούς τα έστελναν πρωί πρωί από την κωμόπολη του Σαν Κατρίν.
Στις 12 είχαμε Τράπεζα
Στο μέσον της ημέρας, στις 12 ακριβώς, συγκεντρώνονται στην Τράπεζα οι πατέρες για φαγητό. Στον μοναστικό βίο, η κοινοβιακή Τράπεζα είναι τόπος συνάντησης, χώρος υλικός και συμβολικός, θεωρείται συνέχεια του Μυστικού Δείπνου και της Τράπεζας των Αποστόλων. Στη Μονή της Αγίας Κατερίνας, το κτίριο της Τράπεζας είναι κτισμένο στις αρχές του 13ου αιώνα. Τότε χρονολογούνται οι παλαιότερες τοιχογραφίες στο εσωτερικό της. Την ανατολική πλευρά κοσμούν οι τοιχογραφίες της Φιλοξενίας του Αβραάμ και της Δευτέρας Παρουσίας, η πρώτη σχετική με τον χώρο, η δεύτερη υπενθυμίζει στους πατέρες τον εσχατολογικό τους προορισμό.
Το φαγητό της ημέρας σερβίρεται στους ξύλινους πάγκους, στο μέσον υπάρχουν επίσης λογιών αρτύματα, νερό, κρασί, τυρί (αν δεν είναι ημέρα νηστείας) και ψωμί, γιαούρτι ή/και φρούτο για το τέλος. Σε έναν πάγκο στην άκρη της Τράπεζας υπάρχουν γαβάθες με σαλάτα, φρέσκια ή βραστή, το κυρίως φαγητό αν θέλει κάποιος συμπλήρωμα ή κάποιο άλλο φαγητό που τυχαίνει να υπάρχει εκείνη την ημέρα. Ένας από τους πατέρες της Αδελφότητος, διαφορετικός κάθε μέρα, διαβάζει από τον ιερό άμβωνα βίους αγίων, αποσπάσματα των Ευαγγελίων, πατερικούς λόγους σχετικούς με την εορτή της ημέρας, κ.λπ. Η αίθουσα γεμίζει επίσης ιλαρούς ήχους μαχαιροπίρουνων και σκόρπιους ψιθύρους, η εμπειρία λειτουργεί αποσυμπιεστικά για τον επισκέπτη, ο χρόνος κυλά μαλακά, lento.
Η ώρα του φαγητού στην Τράπεζα είναι μια ώρα… κρίσεως: το φαγητό που δεν αρέσει στους μοναχούς, όχι από παραξενιά, συνήθως αυτό που είναι άτσαλα ή από αδαή μάγειρα μαγειρεμένο, δεν θα φαγωθεί. Το φαγητό είναι μια πράξη αγάπης προς τους αδελφούς μας, εξηγούν οι πατέρες, πρέπει να είναι μαγειρεμένο με νοιάξιμο και φροντίδα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, στο μοναστήρι τίποτα δεν πάει χαμένο. Το άθιχτο φαγητό θα φυλαχτεί για άλλη ώρα ή θα μοιραστεί. Στο τέλος: το μάζεμα των πιάτων εν χορώ, όλοι θα βάλουν ένα χεράκι να συμμαζευτεί η τράπεζα. Οι Βεδουίνοι πανταχού παρόντες, ευγενείς, σιωπηλοί, θα εξασφαλίσουν καθ’ όλα την ευταξία.
Μαύρο τσάι και κονιάκ μετά τον εσπερινό
Ο Εσπερινός τελούνταν σχεδόν πάντα στο Καθολικόν, κατά τις 5 η ώρα το απόγευμα, και στη συνέχεια οι πατέρες, κι εμείς μαζί, οδηγούμασταν στο αρχονταρίκι κι εκεί, όπως και το πρωί, σερβίρονταν καφές, τσάι και ζεστό γάλα, αλλά και κονιάκ, λικέρ πικραμύγδαλο και σπιτικό Baileys, μαζί με γλυκά και αλμυρά, όπως πίτα και πίτσα. Κατά τις 7, οι πατέρες σιγά σιγά αποσύρονταν στα κελιά τους και η δική μας ρουτίνα σταδιακά προσαρμόστηκε στη δική τους.
Συναρπαστική, πολυπολιτισμική, αιώνια και ανθεκτική
Παλιά και σύγχρονη ταυτοχρόνως, ελληνική και πολυπολιτισμική, η κουζίνα του όρους Σινά είναι ζωντανή: αλλάζει μορφή, προσαρμόζεται και διασχίζει τους αιώνες. Τα φαγητά που δοκιμάσαμε, οι τρόποι και οι τεχνικές τους, έχουν ιδιαίτερη γαστρονομική αξία και διηγούνται τη γοητευτική ιστορία όλων όσοι επέλεξαν να αφιερώσουν τη ζωή τους στον Κύριο και να ενταχθούν στη μικρή κοινωνία τούτης εδώ της μονής. Φεύγοντας από το Σινά, παίρνουμε μαζί μας ένα μικρό κομμάτι από την πολιτιστική κληρονομιά του, την κουζίνα του. Οι μαγειρικές που παρακολουθήσαμε δεν ήταν υποτυπώδεις. Κάθε άλλο. Ήταν μελετημένες, λεπτομερείς και άρτιες τεχνικά. Δοκιμάσαμε κάποια ιδεωδώς εκτελεσμένα φαγητά, όπως εκείνους τους αριστοτεχνικούς ταμίες με το υδαρές ζυμάρι που δεν μας γέμισε το μάτι αρχικά.
Αποδείχτηκαν γαστρονομική αποκάλυψη. Ή όπως εκείνο το λιμπιστικό χταπόδι με τα παντζάρια, το δίχως σάλτσα, που περιβαλλόταν από το ωραιότερο λάδι του κόσμου, εξαιρετικά παρθένο και φαινολικό, μυρωμένο από το συμμαγείρεμα γης και θάλασσας, παντζαριών και χταποδιού. Στο Σινά θυμηθήκαμε πως το ταχίνι είναι ένας θησαυρός της μεσογειακής κουζίνας, μάθαμε πώς να το δουλεύουμε σωστά και με τον τρόπο αυτό να έχουμε στο τραπέζι μας ένα από τα ωραιότερα αρτύματα του κόσμου. Γνωρίσαμε πώς μαγειρεύονται «εξωτικά» υλικά, όπως είναι το κυπριακό κολοκάσι, και ξαναγνωρίσαμε την αξία οικείων πρώτων υλών της κουζίνας μας, ιδίως του σκόρδου και του μοσχολέμονου, που στο Σινά χρησιμοποιούνται με τόλμη και φαντασία.
Μαγειρέψαμε και εμείς κάτι, ως ελάχιστη προσφορά στους πατέρες: φασολάκια λαδερά, ίδια κι αλλιώτικα από εκείνα της πατρίδας. Τα φασολάκια αυτά με κανέλα, πορτοκάλι, χοντροκομμένη ντομάτα και τις βεδουίνικες γλυκοπατάτες μάς άλλαξαν μεμιάς την οπτική: κοιτάξαμε από μακριά ένα πιάτο της καθημερινότητάς μας, το φτιάξαμε με αγάπη και σιναΐτικο τρόπο, κι αφήσαμε πίσω -ελπίζουμε- μια συνταγή που θα μπει στο συνταγολόγιο της μονής.
Δείτε εδώ 24 συνταγές από την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά