Αρμπαΐν (‘arbaeyn) στα αραβικά σημαίνει «σαράντα» και οι Άραβες ονομάζουν Wadi Arbain την κοιλάδα των Σαράντα. Ένα πρωί γύρω στις 11 ξεκινάμε να τη διασχίσουμε με τη συνοδεία του πατέρα Πορφύριου και του μοναχού Στέφανου. Φοράμε αθλητικά παπούτσια και αφήνοντας πίσω μας τη Μονή της Αγία Αικατερίνης στο όρος Σινά, παίρνουμε τον δρόμο για το μετόχι των Αγίων Τεσσαράκοντα. Για να φτάσουμε στον προορισμό μας, διασχίζουμε ένα φαρδύ μονοπάτι ανάμεσα σε δύο ιερά βουνά. Στο τέλος, μας περιμένει η οικογένεια του Χάλετ Φάραζ Σάλεχ, του φύλακα του μετοχίου.
Η θαυματουργή πέτρα του Μωυσή
Η είσοδος στην κοιλάδα της Αρμπαΐν και το μονοπάτι ξεκινούν από τη Ράμπα, σημείο εκκίνησης του ωριαίου οδοιπορικού μας, στις παρυφές της κωμόπολης Σαν Κατρίν, στους πρόποδες του όρους Ράχαμα. Εφοδιασμένοι με νερά και σοκολάτες, ξεκινήσαμε ο ένας πίσω από τον άλλο. Η διαδρομή μας περνούσε ανάμεσα σε δύο βουνά, τη Χωρήβ ή όρος του Μωυσέως και τη Ράχαμα, μέσα από ένα τοπίο με βράχια σκαλιστά, σοκολατένια, τόσο εξωτικό στα μάτια μας, που οι στάσεις για να ξαποστάσουμε συνοδεύονταν πάντα κι από κάμποσα κλικ, δεκάδες φωτογραφίες. Κάπου στα μισά της διαδρομής εμφανίστηκε μπροστά μας επιβλητική η πέτρα του Μωυσέως.
Εκεί ξετυλίξαμε τις σοκολάτες μας, μια χαριτωμένη, διασκεδαστική συνήθεια που έχουν υιοθετήσει οι πατέρες, φαντάζομαι ιδίως όταν συνοδεύουν προσκυνητές, όπως του λόγου μας. Δεν έχω ιδέα αν αυτό εμπεριέχει κάποιου είδους συμβολισμό, αλλά πάντως, μετά τη σοκολάτα, όλοι διψάσαμε και ζητήσαμε νερό και τότε ακούσαμε την παρακάτω ιστορία: «Στους νότιους πρόποδες του όρους Χωρήβ, η πελώρια, ανάγλυφη και λεία πέτρα του Μωυσέως βρίσκεται ξεμοναχιασμένη στο μέσον της κοιλάδος Αρμπαΐν. Παραπλεύρως αυτής υπάρχει ένα μικρό Κάθισμα με παρεκκλήσι εφαπτόμενο στον ιερό βράχο και αφιερωμένο στην Υπαπαντή», διηγείται ο πατέρας Πορφύριος και υπαγορεύει τη βιβλική φράση: «Εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· προπορεύου τοῦ λαοῦ καὶ νά, ἐγὼ θὰ βρίσκομαι ἐκεῖ, στὴν πέτρα τοῦ Χωρήβ, πρὶν ἀπὸ σένα, καὶ θὰ κτυπήσεις τὴν πέτρα καὶ θὰ ἐκβλύσει νερό, γιὰ νὰ ξεδιψάσει ὁ λαός» (βλ. Ἔξοδος ΙΖ ́, 5-6). Και συνεχίζει: «Σύμφωνα με τους πατέρες, η πέτρα του Μωυσέως, με τις σχισμές των πηγών και τα ρείθρα που σχημάτισε το άφθονο νερό, μαρτυρεί την παρουσία του Θεού, ο οποίος διάλεξε τον τρόπο αυτόν για να ποτίσει επί έντεκα μήνες πλήθος αχάριστο και σκληρό δύο εκατομμυρίων. Κατά την Αγία Γραφή, ο Μωυσής, με εντολή του Θεού, χτυπά με το ραβδί του τον βράχο, παρόντων και των πρεσβυτέρων, και εξέρχεται από τον βράχο νερό πόσιμο για να πιει ο λαός και να ξεδιψάσει. Αυτόν τον τόπο τον ονόμασε ο Μωυσής Πειρασμό και Λοιδόρηση “διά την λοιδορίαν των υιών Ισραήλ και διά το πειράζειν τον Κύριον λέγοντας ει έστι Κύριος εν ημίν ή ου;”, καθώς ο λαός αμφιβάλλει αν ο Θεός είναι μαζί του».
Η όαση με τις αιωνόβιες ελιές
Το 1924, ο ηγούμενος της Μονής Λογγοβάρδας στην Πάρο, Φιλόθεος, περιδιάβηκε την περιοχή και στο οδοιπορικό του «Μέγα και θαυμαστόν προσκύνημα εις Παλαιστίνην και Σινά» μάς δίνει μια γλαφυρή περιγραφή για το μετόχι: «Τὸ μονύδριον τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων, μετόχιον τῆς Μονῆς, μὲ ἐκκλησίαν ἐπ ̓ ὀνόματι τῶν Ἁγίων, μὲ κῆπον θαλερώτατον μὲ διάφορα δένδρα, ἐλαίας, βερυκοκκέας, μηλέας καὶ ἄλλα κάρπιμα καὶ κλήματα. Ἐντὸς τοῦ κήπου ὑπάρχει καὶ πηγὴ μὲ ὕδωρ γλυκύτατον ἐξ οὗ ποτίζεται καὶ ὁ κῆπος. Ἐν τῷ Μετοχίῳ τούτῳ παραμένει ὁ μοναχὸς Μωϋσῆς μετά τινος Ἄραβος δούλου. Ἀναπαυθέντες τὴν μεσημβρίαν εἰς τὸ μετόχιον τοῦτο, τὴν 4ην μ. μεσημβρίαν, ἐκκινήσαντες, ἀνερχόμεθα πρὸς τὴν κορυφὴν τοῦ Ὄρους τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης».
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, την ίδια εικόνα αντικρίζει ο επισκέπτης φτάνοντας στο μετόχι των Αγίων Τεσσαράκοντα. Εδώ, μαζί με το αρχαίο παρεκκλήσι του Αγίου Ονουφρίου, βρίσκεται και ο κύριος ελαιώνας της μονής με περί τα 1.000 αιωνόβια ελαιόδεντρα, μερικά εκ των οποίων στέκουν μες στη μέση της ερήμου επιβλητικά για πάνω από χίλια χρόνια. Μαζί με τις ελιές καρποφορούν εκεί και μερικές δεκάδες οπωροφόρα, από μηλιές και βερικοκιές μέχρι δαμασκηνιές, καρυδιές, ροδιές, κυδωνιές, αχλαδιές, συκιές κι αμπέλια. Για τον λόγο αυτόν οι πατέρες χαρακτηρίζουν αυτή την περιοχή ως «τους κήπους της Αρμπαΐν», οι οποίοι, όταν δεν έχει ανομβρία, ποτίζονται από τον χείμαρρο που διατρέχει την κοιλάδα. Για φαντάσου μέσα στη μέση της ερήμου, όπου δεν φυτρώνει ούτε θάμνος, παρά μόνο μερικοί αδέσποτοι φοίνικες, αυτός ο συγυρισμένος ελαιώνας πώς φαντάζει σαν όαση!
Ο πατέρας Πορφύριος μάς εξηγεί ότι το μετόχι αρχικώς ήταν αφιερωμένο στους αγίους τεσσαράκοντα αββάδες, ομάδες ανώνυμων μοναχών τους οποίους σφαγίασαν Άραβες ληστές. Συν τω χρόνω, η παράδοση αυτή φαίνεται πως ατόνησε και τελικά το μετόχι έφθασε να πανηγυρίζει στις 9 Μαρτίου, στην εορτή «των Αγίων Τεσσαράκοντα μαρτύρων των εν τη λίμνη της Σεβαστείας». Ο ναός του μετοχίου χρονολογείται κατά τον 5ο αιώνα ή και λίγο νωρίτερα, με το κεντρικό κτίσμα να έχει τη μορφή ευρύχωρου πύργου ύψους περίπου 9 μέτρων. Στο παρελθόν εκεί μόνασαν γύρω στους 12 πατέρες.
Στον περίβολο του μετοχίου υπάρχει ένας περιστερώνας –τα περιστέρια είναι δημοφιλής μεζές για τους Αιγυπτίους– και μια θαλερή καμήλα, που μας κοιτάζει με τα πελώρια μάτια της. Αυτό το δίμετρο ζώο είναι το μεταφορικό μέσο της πενταμελούς οικογένειας των Βεδουίνων που ζουν εκεί, και με αυτό, ή και πεζή, πηγαινοέρχονται καθημερινά κι αγόγγυστα στο σχολείο τους στο Σαν Κατρίν τα δύο αγόρια και το κορίτσι της οικογένειας. Το σπίτι του Βεδουίνου Χάλετ, που κληρονόμησε τη δουλειά του φύλακα από τον πατέρα του, βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα παραδίπλα από το μετόχι. Φτάνουμε στη χαλικόστρωτη αυλή του, όπου μας υποδέχονται με μαύρο τσάι γλυκό σαν σιρόπι ο Χάλετ μαζί με τη γυναίκα του την Ασνίγια, από τη φυλή Γκεμπελία. Στο βάθος βλέπουμε την αρχή του μονοπατιού που οδηγεί στην υψηλότερη κορυφή του Σινά, στο όρος της Αγίας Αικατερίνης.
Μαγειρεύοντaς με τους βεδουίνους
Το σπίτι τους είναι μικρό και φτωχικό, τρία δωμάτια μικρά, υποτυπωδώς εξοπλισμένα, μια εξωτερική τουαλέτα και, λίγα μέτρα πιο πέρα, στο μικρό μαντρί με τη συρμάτινη περίφραξη που συνορεύει με την αυλή, ζουν μια ντουζίνα κατσικάκια ταϊσμένα με φύλλα ελιάς. Το βεδουίνικο «σαλόνι» είναι υπαίθριο – δεν υπάρχουν πολυτέλειες σε αυτό το σπίτι και, εξάλλου, οι φυλές αυτές ήταν μέχρι πρόσφατα νομαδικές. Εκεί στην αυλή υποδέχονται τους μουσαφίρηδες, τους κερνούν το μαύρο τσάι και έναν κουβά νερό. Αληθινό κουβά, χωρίς υπερβολή, μεγέθους το λιγότερο όπως η δική μας σαμπανιέρα για τα παγάκια, αντί ποτηριού.
Το νερό είναι πολύτιμο στον τόπο τους και η προσφορά του στους ξένους είναι ένδειξη φιλοξενίας. Ευγνώμονες ξεδιψάσαμε με το γάργαρο νερό από το πηγάδι και ήπιαμε το γλυκό τσάι, όσο να ανάψει ο Χάλετ κατάχαμα μια φωτιά με κλαράκια ελιάς για να ψήσει το ρουζ μπα αντάς, το βεδουίνικο φακόρυζο. Τα τεντζερέδια τους κρέμονται σε μια εξωτερική πιατοθήκη, με φόντο τους μια ανθισμένη αμυγδαλιά, κι εμείς, καθισμένοι στα στρωμένα με κιλίμια πεζούλια, παρακολουθούμε τον Χάλετ σαν ξωτικό να μετράει με το μάτι τα υλικά και να αρχινάει τα μαγειρέματα.
Δείτε εδώ τη συνταγή για το ρουζ μπα αντάς, τη φτωχική εκδοχή του αιγυπτιακού εθνικού πιάτου, του κόσαρι, και για το άζυμο ψωμί λίμπε που το ψήνουν μέσα στη χόβολη.