Η Βόρεια Εύβοια, μια από τις ωραιότερες και πιο παραγωγικές περιοχές του ελληνικού χώρου, πλήρωσε ακριβά την κλιματική αλλαγή, που ενδεχομένως διευκόλυνε και το βέβηλο χέρι εμπρηστών. Πλούσια δάση, ιστορικοι ελαιώνες (Ροβιές), υγροβιότοποι (Καματριάδες), αμπελώνες (Γιαλτρά), μελισσοκήποι, κηπευτικά (Λίμνη), παραγωγή σύκων (Ταξιάρχης, Ιστιαία), ρόδια, κτηνοτροφία και τυροκομικά προϊόντα αλλά και αλίπαστα συγκροτούν την αγροτική οικονομία της περιοχής, η οποία σε συνδυασμό με τον αξιόλογο τουρισμό (αναψυχής, περιηγητικό, θρησκευτικό και ιαματικό) εξασφαλίζουν στη Βόρεια Εύβοια ένα εισόδημα αξιόλογο για να κρατήσει μέχρι τώρα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.
Η φωτιά οπωσδήποτε θα επηρεάσει αυτή την καλή πορεία και εδώ θα χρειαστεί η κρατική φροντίδα και η υποστήριξη όλων για να συνεχίσουν.Οι φυσικές καταστροφές αφορούν όλους μας και η θεραπεία των πληγών που αφήνουν επίσης. Η φύση θα επουλώσει τα τραύματα σιγά σιγά, οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας θα ξαναφτιάξουν τις ζωές τους στον τόπο που αγαπούν, μαγειρεύοντας το «μαντί του φτωχού» (χυλοπίτες στον φούρνο με φασόλια), σαλιγκάρια στιφάδο στην Κήρινθο και σπιτικά στραγάλια, και οι ταξιδιώτες θα μπορέσουν να απολαύσουν ξανά λιόψωμο με μαύρες ελιές αλλά και ευβοιώτικο τυροπιτάρι, «χοντρό» (πρόβειο κρέας) με μακαρόνια, γαύρο στα κρεμμυδόφυλλα ή ραβανί στα Γιάλτρα.
Ιστορική αναδρομή
Τόπος εύφορος, κατοικημένος από την προϊστορική περίοδο, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, προσβάσιμος εύκολα από την απέναντι στεριά, με την οποία τον χωρίζει αλλά και τον ενώνει το ήρεμο κανάλι του Ευβοϊκού. Η πόλη των Οροβιών ήταν γνωστή, κατά τον Στράβωνα, για το μαντείο του Σελινούντιου Απόλλωνα (με στεφάνι από σέλινο). Ένας μεγάλος σεισμός και ένα καταστροφικό παλιρροϊκό κύμα, ως συνέπεια του σεισμού, το 425 π.Χ., όπως περιγράφει ο Θουκυδίδης, βύθισε μεγάλο μέρος της πόλης. Όσοι από τους κατοίκους κατάφεραν να σωθούν ανέβηκαν στα υψώματα, από όπου άργησαν πάρα πολύ να ξανακατέβουν, μια και τα βουνά τούς πρόσφεραν επιπλέον προστασία από τους πειρατές και τροφή (κτηνοτροφία, ρετσίνα, ελιές). Αυτός είναι και ο λόγος που κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας το βασίλειο του Νεγρεπόντε, όπως ονομάστηκε η Εύβοια από τη γέφυρα της Χαλκίδας, απέκτησε οχυρωματικά έργα, μεταξύ των οποίων και ο Πύργος των Ροβιών, βίγλα-παρατηρητήριο και συγχρόνως κατοικία του ιδιοκτήτη της περιοχής.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάκτηση της Εύβοιας από τους Τούρκους (1470), ο πύργος παρέμεινε κατοικία του τοπικού Τούρκου ιδιοκτήτη της γης και εξακολουθεί να μένει στη θέση του μέχρι σήμερα. Ένα μέρος του κτίσθηκε τον 19ο αιώνα από τον Έλληνα τσιφλικά Απόστολο Δούμα, που αγόρασε όλη την περιοχή από τον Τούρκο ιδιοκτήτη στις αρχές της δεκαετίας του 1830. Οι παρεμβάσεις με τσιμεντένιες πλάκες που έγιναν τη δεκαετία του 1930 από τον τότε ιδιοκτήτη Αντώνη Παπαδόπουλο, μετά από έναν μεγάλο σεισμό που έσπασε τον τοίχο του προς τη θάλασσα, έχουν εμποδίσει μεγαλύτερες φθορές του χρόνου από τότε έως τώρα.
Η επανάσταση και το καθεστώς των τσιφλικιών
Αρχηγός του επαναστατικού αγώνα της Εύβοιας ήταν ο Λιμνιώτης οπλαρχηγός Αγγελής Γοβιός (ή Γοβγίνας), συμπολεμιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο χάνι της Γραβιάς. Παρά τις νικηφόρες μάχες του, όπως τον Ιούλιο του 1821 απέναντι στον Ομέρ Βρυώνη στα Βρυσάκια, η επανάσταση οδηγήθηκε στην πλήρη καταστολή της στα μέσα του 1824. Σε αυτό συνέβαλαν ο θάνατος του ίδιου του Αγγελή Γοβιού και του αδερφού του Αναγνώστη τον Μάρτιο του 1822 σε ενέδρα, αλλά και οι διαμάχες μεταξύ των οπλαρχηγών Διαμαντή Νικολάου, Νικολάου Κριεζιώτη και Οδυσσέα Ανδρούτσου για την αρχηγία.
Η Εύβοια παρέμεινε υπό τουρκική κυριαρχία ουσιαστικά μέχρι τον Μάρτιο του 1833 (δηλαδή τρία χρόνια μετά την ανακήρυξη ανεξάρτητου ελληνικoύ κράτους). Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 δημιουργήθηκε ένα ιδιότυπο καθεστώς, που αναγνώριζε την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά τους Τούρκους ως νόμιμους ιδιοκτήτες των εδαφών της Εύβοιας. Έτσι δικαιούνταν πριν από την αναχώρησή τους να πουλήσουν τις ατομικές ιδιοκτησίες τους. Παρά τις προσπάθειες του Καποδίστρια να αγοράσει το ελληνικό Δημόσιο τις δασικές εκτάσεις που πουλούσαν οι Τούρκοι, χρήματα δεν υπήρχαν. Έτσι τις ιδιοκτησίες των Τούρκων τις αγόρασαν ομογενείς, διατηρώντας ουσιαστικά την ίδια φεουδαρχική κατάσταση που υπήρχε και υπό τους Τούρκους ιδιοκτήτες. Τα δάση της Εύβοιας ήταν σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν ιδιωτικά και κατά συνέπεια απέκλειαν τους κατοίκους από τη χρήση τους. Ο ιδιοκτήτης του «τσιφλικιού» κατοικούσε στον Φράγκικο Πύργο των Ροβιών και όλα τα ακίνητα (χωράφια, δάση, σπίτια) του ανήκαν.
Προσπάθειες για ανάπτυξη και η βίαιη ανακοπή
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, πρόσφυγες κυρίως από τον Μαρμαρά εγκαταστάθηκαν στη Λίμνη, στις Ροβιές και στα Xρόvια, τονώνοντας την οικονομική και πολιτιστική ζωή της περιοχής. Με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών από τον Βενιζέλο, το 1926, οι κάτοικοι, γηγενείς και πρόσφυγες, πήραν πολλά από τα χωράφια και τα δικαιώματα βοσκής και ξύλευσης στα δάση του τσιφλικιού.
Το 1905 δημιουργήθηκε μια βιομηχανία χάρτου (Οροβίαι ΑΕ) βασισμένη πάνω στο νερό του χειμάρρου Γερανιά, η οποία εξασφάλισε εργασία σε πάρα πολλές οικογένειες των Ροβιών. Το 1913, ο Αντώνιος Παπαδόπουλος, ο δεκαεξάχρονος γιος του τότε ιδιοκτήτη, ξεκίνησε την εκχέρσωση του δάσους και δημιούργησε τον σημερινό ποτιστικό ελαιώνα των περίπου 2.500 στρεμμάτων. Το εργοστάσιο και ο ελαιώνας προσείλκυσαν κατοίκους των ορεινών χωριών της περιοχής, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις Ροβιές. Ο Β ́ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ιταλική εισβολή και αργότερα η γερμανική κατοχή έπληξαν και την περιοχή, καθώς οι Γερμανοί το 1944 έκαψαν όλα τα σπίτια των Ροβιών, αφήνοντας πίσω τους ερήμωση. Αρκετοί κάτοικοι έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα, με πιο γνωστή τη Λιμνιώτισσα Λέλα Καραγιάννη. Ο Εμφύλιος ολοκλήρωσε το έργο της καταστροφής.Το ιδιότυπο ιδιοκτησιακό καθεστώς με τα τσιφλίκια και τους ακτήμονες κολίγους στο ελεύθερο ελληνικό κράτος δημιούργησε κοινωνικές αναταραχές, οπωσδήποτε χάσματα κοινωνικά μεταξύ των κατοίκων και του ιδιοκτήτη της γης, είτε αυτός ήταν Φράγκος, Ενετός, Τούρκος είτε Έλληνας. Αναφέρω για παράδειγμα το τσιφλίκι του Αχμέταγα (σήμερα Καντήλι), το οποίο ο Ελβετός Τσαρλς Μύλλερφον Φέλλενμπεργκ και ο Άγγλος φίλος του Έντουαρντ Νοέλ, πρώτος εξάδελφος και προστατευόμενος της Λαίδης Μπάιρον, αγόρασαν τη δεκαετία του 1830.
Ακόμα και σήμερα, σχεδόν 200 χρόνια αργότερα, το ακίνητο ανήκει στις οικογένειες Νοέλ και Νοέλ-Μπέικερ. Στη μακρά του ιστορία το επισκέφτηκαν όχι μόνο πολιτικοί, αλλά και εξέχοντες συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και η Μαρία Κάλλας, και ως αναμενόταν δημιούργησε κοινωνικές αναταραχές, δικαστικούς αγώνες και αντιπαραθέσεις των κατοίκων με τους ιδιοκτήτες.
Αυτό το χάσμα προσπάθησε να γεφυρώσει η οικογένεια του Αντώνη Παπαδόπουλου (συγγενής με την Πηνελόπη Δέλτα και την Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, αδελφή του Παύλου Μελά), φροντίζοντας τη γη, ανεβάζοντας την αποδοτικότητά της και εξασφαλίζοντας εργασία στους κατοίκους σε μια εποχή φτώχειας και ανεργίας. Τη δεκαετία 1974-1984, η χήρα του Αντώνη Παπαδόπουλου, Αλεξάνδρα, και η κόρη του Άννα δώρισαν τα 1.600 από τα 2.000 στρέμματα ελαιώνα που είχαν κληρονομήσει σε ακτήμονες πρώην εργαζομένους στο κτήμα τους. Δώρισαν και τα δάση του τσιφλικιού στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ροβιών, ο οποίος ιδρύθηκε το 1978 από αγρότες των Ροβιών. Μετά το 1984 ενισχύθηκε οικονομικά από τους νέους αγρότες που έγιναν κτηματίες στον ελαιώνα Παπαδοπούλου τη δεκαετία 1974-1984.Η φωτιά πλήγωσε το εξαιρετικά σημαντικό φυσικό και οικισμέ- νο περιβάλλον και ζημίωσε τους κατοίκους, καταστρέφοντας αγροτοποιμενικές υποδομές. Αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει είναι να μειώσει την αγάπη τους για τον τόπο και την πρόοδο. Έτσι, μέσα από τις στάχτες θα ξεπηδήσει και πάλι η προκοπή.
Η δρ Αικατερίνη είναι ομότιμη ερευνήτρια, Τ. Διευθύντρια του κέντρου ερεύνης της ελληνικής λαογραφίας της ακαδημίας Αθηνών, μέλος της εθνικής επιτροπής «ΕΛΛΑΔΑ 2021», πρόεδρος της επιτροπής χειροτεχνίας του υπουργείου ανάπτυξης.