Σπάνια πιάνουν φουρτούνες στον Παγασητικό, έτσι κλειστός που είναι ο κόλπος. Γρι γρι, διχτυάρικα και παραγαδιάρικα καΐκια (οι μηχανότρατες απαγορεύονται μέσα στον κόλπο) αρμενίζουν τις περισσότερες μέρες του χρόνου. Δεν είναι τόσο «εύφορος» όσο παλιά, εξαιτίας της υπεραλίευσης, όμως τροφοδοτεί σταθερά την πόλη με ποικιλία ψαρικών.
Οι Βολιώτες είναι πολύ ιδιότροποι με τα ψάρια. Θέλουν και απαιτούν πρώτη ποιότητα. Πρέπει να τους δει κανείς πώς τα πιάνουν, πώς τα ζουλάνε και τα περιεργάζονται.
Στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου έχουν συγκεντρωθεί τα ψαράδικα της πόλης.
Οι πιο σκληροπυρηνικοί καταδέχονται να ψωνίσουν μόνο από τις βάρκες στο λιμάνι. Σπεύδουν αξημέρωτα, για να χτυπήσουν καλύτερες τιμές (σε σχέση με τα ψαράδικα) και τυχερές ψαριές. Παραδίπλα από το λιμάνι υπάρχει η άλλοτε ακμάζουσα σκεπαστή αγορά, όπου κάποτε στεγάζονταν πάνω από είκοσι ψαρομανάβικα, αλλά σήμερα έχουν απομείνει μόλις τέσσερα. Πιο δημοφιλή στους ντόπιους είναι τα πολλά μαζεμένα ιχθυοπωλεία στο κέντρο της πόλης, στην Ελευθερίου Βενιζέλου, στο ύψος των Δικαστηρίων. Εκεί παλιότερα γινόταν το αδιαχώρητο. Πλέον, οι μεν ψαράδες παραπονιούνται ότι έχει πέσει η κίνηση, οι δε καταναλωτές γκρινιάζουν για τις τσιμπημένες τιμές. «Συναγρίδες, ροφοί, στήρες, φαγκριά και γενικά τα παραγαδίσια έχουν λιγοστέψει», εξηγούν οι ψαράδες.
Στη σκεπαστή αγορά έχουν απομείνει μόνο τέσσερα καταστήματα.
Ανάλογα με την εποχή, τα πιο συνηθισμένα ψάρια που βγάζει ο τόπος είναι τα κοπαδιάρικα: γαύροι, σαρδέλες, κολιοί, σαφρίδια, μπράσκες (πεσκανδρίτσες). Όστρακα και θαλασσινά ελευθέρας βοσκής, όπως χτένια, γυαλιστερές, κυδώνια, καλόγνωμες, συλλέγονται κυρίως από τον Παγασητικό, το ανατολικό Πήλιο, τον Αγιόκαμπο και την Εύβοια, από βουτηχτάδες που έχουν ειδικές άδειες αλίευσης, εποχικές. Μόνο τα μύδια είναι ιχθυοκαλλιέργειας και προέρχονται από φάρμες από τη Μηχανιώνα, την Κατερίνη και την Ήπειρο.
*To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον Γαστρονόμο Μαρτίου, τεύχος 155.