Τριάντα χρόνια αγροτικών κινητοποιήσεων, το βασικό αίτημα παραμένει ένα, απλώς αλλάζει φορεσιά κάθε χρόνο: Δώστε μας περισσότερα χρήματα: Καλύτερες τιμές, αυξημένες επιδοτήσεις, μεγαλύτερη επιστροφή πετρελαίου, περισσότερες αποζημιώσεις, διαγράψτε τα χρέη. Μήπως τελικά μια μεγάλη παραγωγική ομάδα έχει εθιστεί στο να ζητάει αυτά που δικαιούται αντί να τα κερδίζει; Η ελληνική αγροτική οικονομία έχει χρόνια συσσωρευμένα προβλήματα, αγκυλώσεις και «βαρίδια», που δεν την αφήνουν να πάει μπροστά προς όφελος κυρίως των ανθρώπων που τη στηρίζουν, των παραγωγών. Τα τελευταία χρόνια, έχουν προστεθεί και νέες προκλήσεις, όπως η κλιματική κρίση και οι απαιτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) για το περιβάλλον, που ο αγροτικός τομέας καλείται χωρίς πραγματική στήριξη και βοήθεια να ενσωματώσει. Δυστυχώς, το αφορολόγητο πετρέλαιο δεν αρκεί.
Οι αγρότες πληρώνονται λίγα, ελάχιστα για τα προϊόντα που παράγουν ενώ την ίδια στιγμή, οι αστοί καταναλωτές πληρώνουν τα τριπλάσια για το ίδιο προϊόν. Τα έξοδα διαλογής, μεταφοράς, αποθήκευσης, η συσκευασία, το κέρδος των δικτύων διανομής και πώλησης προστίθενται στην τιμή παραγωγού κατά βούληση όλων των ενδιάμεσων μέχρι το ράφι. Και επειδή οι καταναλωτές προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα, πολλά εισαγόμενα θα γίνουν στην πορεία ελληνικά, εις βάρος των Ελλήνων παραγωγών. Φυσικά, οι αυστηροί έλεγχοι –που δεν γίνονται– θα βοηθούσαν, αλλά οι αγρότες θα μπορούσαν να προστατέψουν καλύτερα τα προϊόντα τους εάν είχαν πραγματικά δυνατούς συνεταιρισμούς για να διαχειριστούν απευθείας μεγαλύτερους όγκους παραγωγής.
Αν υπήρχαν αρδευτικά δίκτυα, αν οργανωμένες ομάδες αγόραζαν τα αγροεφόδια, αν χρησιμοποιούνταν περισσότερο η τεχνολογία, αν υπήρχαν ελληνικές ποικιλίες, το κόστος παραγωγής θα μειωνόταν κατά πολύ, οπότε και θα αυξανόταν το περιθώριο κέρδους. Μια πρόχειρη εκτίμηση επιστημόνων από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο θεωρεί πως το 25% των λιπασμάτων που πέφτουν στο χωράφι δεν χρειάζεται, είναι κατά το κοινώς λεγόμενο πεταμένα λεφτά. Όμως δεν υπάρχουν ειδικευμένοι άνθρωποι να σταθούν δίπλα στους αγρότες και να τους συμβουλέψουν, εκτός ίσως από ιδιώτες γεωπόνους, που προωθούν συχνά συγκεκριμένα προϊόντα.
Η αγροτική παραγωγή της χώρας έχει προοπτικές, αλλά χρειάζεται να εγκαταλείψουν το μοντέλο παροχές – επιδόματα as usual όχι μόνον οι ίδιοι οι παραγωγοί αλλά κυρίως οι πολιτικοί. Γιατί τα τρακτέρ θα φύγουν, αλλά τα προβλήματα θα συνεχίσουν να υφίστανται.
Συνεταιρισμοί χωρίς συνεργασία
Ερευνητής που ασχολείται χρόνια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς είχε επισκεφθεί πολλές φορές συνεταιρισμούς στο πλαίσιο ενημέρωσης για τους αποδοτικότερους τρόπους συνεργασίας. «Έβλεπα όμως πως ό,τι και να έλεγα, δεν με άκουγαν, τίποτα δεν πέρναγε προς τα κάτω», διηγείται. «Ρώτησα τότε τι είναι αυτό που εκείνοι ζητούν ως γνώση για τους συνεταιρισμούς και μου απάντησαν: “Καλά όλα αυτά που μας λες για το πώς να συνεργαστούμε, αλλά πρώτα πρέπει να μας κάνεις να θέλουμε να συνεργαστούμε. Κανείς μας εδώ δεν θέλει να συνεργαστεί με τους άλλους”. Τότε κατάλαβα πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα», διηγείται.
Η αδυναμία συνεργασίας ειδικά σε μια χώρα με μικρό κλήρο αποτελεί ίσως το βασικότερο δομικό μειονέκτημα για την ελληνική αγροτική παραγωγή. Η συνεργασία φέρνει σαφώς δραστική μείωση του κόστους παραγωγής –προμήθεια αγροεφοδίων σε μεγαλύτερες ποσότητες και άρα σε καλύτερες τιμές, δυνατότητα επενδύσεων και χρήση καινοτομίας– και βέβαια δίνει μεγαλύτερη δύναμη στην αγορά. Αλλιώς διαπραγματεύεσαι αν πουλάς 10 κιλά και αλλιώς αν πουλάς 1.000 κιλά ιδίως όταν απευθύνεσαι στην εξωτερική αγορά. Χαρακτηριστικά, ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας αποδίδει σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα περίπου 60% λιγότερο από ό,τι ο αντίστοιχος τομέας στην Ιταλία, για παράδειγμα, σύμφωνα με μελέτη της διαΝΕΟσις για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα.
Θα περίμενε κανείς να μην υπάρχουν καθόλου συνεταιρισμοί. Και όμως…
«Η Ελλάδα είναι μια εξαιρετική περίπτωση, αφού καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν είχε τόσο πολλούς αγροτικούς συνεταιρισμούς που παρήγαν τόσο μικρή αξία για τους αγρότες-μέλη τους», σημειώνει ο κ. Κώστας Ηλιόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Αγροτικής Οικονοµίας και Κοινωνιολογίας. Το σύστημα των χιλιάδων αγροτικών συνεταιρισμών στην Ελλάδα δεν στήθηκε στη λογική της δημιουργίας υπεραξίας από το παραγόμενο προϊόν προς όφελος του παραγωγού, αλλά στο πλαίσιο της τακτικής χειραγώγησης του αγροτικού κόσμου από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Πρακτικά οι συνεταιρισμοί μαζεύουν ψηφοφόρους και κερδίζουν οφέλη για τα μέλη τους μέσω της πολιτικής πίεσης που μπορούν να ασκήσουν. Όλο αυτό, φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με την παραγωγή και την αγορά.
Ακόμα περισσότερο, οι ελληνικοί συνεταιρισμοί όχι μόνο δεν παράγουν υπεραξία για τα μέλη τους, αλλά χρωστούν πάρα πολλά. Χαρακτηριστικά όπως ανέφερε ο πρώην υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βαγγέλης Απόστολου σε ομιλία του στη Βουλή το 2016, «οι συνεταιρισμοί έχουν συνολικό κύκλο εργασιών 950 εκατ. ευρώ και οφειλές που ξεπερνούν τα 2,4 δισ. ευρώ χωρίς να υπολογίζονται οι οφειλές προς τρίτους». Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των ζωντανών ελληνικών συνεταιρισμών είναι λίγο περισσότεροι από 1.000, ωστόσο, υπολογίζεται ότι λιγότερο από το 1/10 αυτών είναι οικο-νομικά βιώσιμοι.
Είναι αυτή η μοίρα των συνεταιρισμών; Κάθε άλλο.
Παγκοσμίως, οι συνεταιρισμοί που υπάρχουν αριθμούν πάνω από ένα δισ. μέλη και απασχολούν περίπου 279 εκατ. εργαζομένους. Οι 300 μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί παγκοσμίως –το 1/3 των οποίων είναι αγροτικοί– έχουν ετήσιο τζίρο της τάξης των 2,02 τρισ. δολ. ετησίως, αναφέρεται στην έκθεση της διαΝΕΟσις.
Πολλές φορές τα τελευταία 20 χρόνια οι κυβερνήσεις υπόσχονται «καλύτερους συνεταιρισμούς», «βιώσιμους συνεταιρισμούς που θα λειτουργούν με τα κριτήρια της αγοράς», και για να στηρίξουν το «συνεργατικό κίνημα» αλλάζουν τον νόμο για τη λειτουργία τους.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι φανερό ότι δεν βρίσκεται στη νομοθεσία. Στη Δανία, χώρα που έχει πολύ ισχυρούς αγροτικούς συνεταιρισμούς, δεν υπάρχει καν σχετική συνολική νομοθεσία. «Δεν μπορεί να αλλάξουν νοοτροπία οι παραγωγοί όταν υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που τους παρέχει τα κίνητρα για να κάνουν το αντίθετο από αυτό που τους λέμε ότι “πρέπει” να κάνουν», τονίζει χαρακτηριστικά ο κ. Κώστας Ηλιόπουλος.
Τα παραδείγματα των συνεταιρισμών που ιδρύθηκαν με στόχο να εξασφαλίσουν καλύτερα εισοδήματα για τα μέλη τους μέσω των πωλήσεων των προϊόντων δείχνουν τον δρόμο. Ο συνεταιρισμός Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς, που παράγει και πουλάει τα μήλα με ονομασία προέλευσης Ζαγορίν σε πολλές χώρες του κόσμου, πραγματοποιεί μόνος του τις εμπορικές του συμφωνίες αποφεύγοντας τους μεσάζοντες. Οι παραγωγοί του συνεταιρισμού έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σώσουν τη σοδειά τους όταν ξέσπασε η κακοκαιρία «Daniel», για να μη χάσουν το εισόδημα και τους πελάτες τους. Ο αγροτικός συνεταιρισμός «Ανατολή» στην Ιεράπετρα με 200 μέλη διαχειρίζεται πάνω από 1.000 στρέμματα θερμοκηπίων, τυποποιεί ο ίδιος και εξάγει τα προϊόντα του. Η Ένωση Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων Santo, που ιδρύθηκε το 1947, διαθέτει σήμερα 1.200 μέλη, σύγχρονες εγκαταστάσεις όπου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις και έχει καταφέρει να μετατραπεί σε μια σύγχρονη επιχείρηση σε συνθήκες μεγάλου ανταγωνισμού, ειδικά στον τομέα του οίνου.
Η αδυναμία συνεργασίας προκαλεί πολλαπλά προβλήματα σε όλες τις εκφάνσεις της αγροτικής δραστηριότητας: Τα περισσότερα θέματα δεν συζητούνται ποτέ με πραγματικούς όρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά πολλά χρόνια αντιδικιών και καβγάδων για το ποιος θα είναι αρχηγός του συνεταιριστικού κινήματος έχουν συσταθεί δύο ενώσεις συνεταιρισμών με εθνική εμβέλεια. Και οι δύο διεκδικούν την αναγνώριση της πολιτείας έτσι ώστε να εδραιώσουν τη δύναμή τους στον αγροτικό κόσμο.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εδώ και 50 χρόνια διεπαγγελματικές οργανώσεις, στην Ελλάδα μετά τη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάφεραν έπειτα από πολλές συγκρούσεις να δημιουργηθούν 8. Σημειώνεται ότι στη Γαλλία λειτουργούν 63.
Οι διεπαγγελματικές οργανώσεις είναι οργανώσεις στις οποίες συμμετέχουν εκπρόσωποι από όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες που συμμετέχουν στη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης ενός τροφίμου. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται ότι θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας και θα συμφωνήσουν κοινές πολιτικές, που πρέπει να υπηρετηθούν από όλους ώστε να ωφεληθούν όλοι.
Έχουν μόνο πρακτική εμπειρία
Οι Έλληνες αγρότες είναι ελάχιστα έως καθόλου καταρτισμένοι. Το 94% όσων απασχολούνται στην αγροτική παραγωγή έχει μόνο πρακτική εμπειρία, όσα δηλαδή έμαθε από τον παππού του και εφαρμόζει μια ζωή. Δύσκολα θα δοκιμάσει κάτι καινούργιο, ενώ δεν υπάρχει κάποιος τον οποίο θα μπορούσε να συμβουλευτεί.
Τα προγράμματα κατάρτισης που διοργανώνονται κατά κύριο λόγο από τον οργανισμό ΕΛΓΟ – ΔΗΜΗΤΡΑ πολύ συχνά βάζουν τους καταρτιζόμενους να καθίσουν στο θρανίο και να ακούσουν πώς να καλλιεργούν από κάποιους που δεν εξαρτώνται από την αγροτική παραγωγή αυτή καθαυτή. «Μα, αν μπορούσα να καθίσω σε θρανίο δεν θα γινόμουνα αγρότης», λέει χαρακτηριστικά παραγωγός.
Τα προγράμματα κατάρτισης νέων αγροτών διαρκούν 150 ώρες. Πρακτικά, μέσα σε περίπου ενάμιση μήνα οι νέοι αγρότες θεωρούνται έτοιμοι να βγουν στο χωράφι. Ενδεικτικά, μέσω του νέου προγράμματος νέων αγροτών θα δοθούν 14.295.950 ευρώ για την κατάρτιση των 14.627 αγροτών που ξεκίνησε την Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024 και θα ολοκληρωθεί στις 15 Μαρτίου 2024.
Την ίδια στιγμή, η Ε.Ε. προβλέπει από το 2015 την οργάνωση ενός συστήματος συμβουλευτικής για τους αγρότες, έτσι ώστε να έχουν επιστημονική υποστήριξη για να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις. Αλλες χώρες, όπως η Σλοβενία και η Ιρλανδία, έχουν στήσει με κοινοτικά κονδύλια ένα εκτεταμένο δίκτυο αγροτικών συμβούλων για την προσαρμογή των παραγωγών στις νέες απαιτήσεις της ΚΑΠ.
Ακτινίδια Πέλλας από την Τουρκία και μήλα Κοζάνης από την Πολωνία
Μήλα Κοζάνης από την… Πολωνία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σερβία, ακτινίδια Πέλλας από το Ιράν και την Τουρκία. Και εν προκειμένω δεν αρμόζει το «τι Λωζάννη, τι Κοζάνη», διότι οι «ελληνοποιήσεις» εισαγόμενων προϊόντων όχι μόνον σημαίνει απώλεια εισοδήματος για τους Ελληνες αγρότες και εσόδων από τα κρατικά ταμεία, αλλά ενδεχομένως τίθενται και ζητήματα δημόσιας υγείας. Είναι κάποιοι κακοί «έμποροι» που φέρνουν παράνομα τα φορτία αυτά σε χαμηλές τιμές και τα πωλούν στη συνέχεια ως «ελληνικά» σε πολύ υψηλότερες τιμές; Ναι, μπορεί να υπάρχουν και τέτοιοι, αλλά δεν είναι μόνον αυτοί. Στον κλάδο των νωπών φρούτων και κηπευτικών αποτελεί κοινό μυστικό ότι αρκετές φορές στην εισαγωγή και «ελληνοποίηση» προϊόντων από τρίτες χώρες εμπλέκονται ακόμη και αγροτικοί συνεταιρισμοί, κάποιοι εκ των οποίων μπορεί να συμμετέχουν ακόμη και σε προγράμματα προώθησης ελληνικών προϊόντων, προγράμματα που σημαίνει «ζεστό» χρήμα από εθνικούς από κοινοτικούς πόρους.
Οι ενδείξεις είναι πολλές, αλλά θα πρέπει να υπάρχει η βούληση από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, αλλά και από τους ίδιους τους αγρότες, για τον εντοπισμό τέτοιων φαινομένων. Σε εβδομαδιαία βάση, o Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas ενημερώνει για διάφορες εισαγωγές που γίνονται σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, ευελπιστώντας ότι οι αρμόδιες αρχές θα κινητοποιηθούν. Για παράδειγμα, το διάστημα 1.9.2023-8.2.2024 οι εισαγωγές μήλων ήταν σχεδόν τετραπλάσιες από το αντίστοιχο διάστημα του 2022-2023, καθώς ανήλθαν σε 14.412 τόνους έναντι 3.899 πέρυσι. Από τις 14.412 τόνους, οι 8.098 εισήχθησαν από τη Βόρεια Μακεδονία, 2.003 από τη Σερβία και 2.173 από Πολωνία, με τους προορισμούς να είναι η κυρίως η Πέλλα, η Λάρισα και η Κοζάνη.
Την ίδια περίοδο επίσης εισήχθησαν 1.768 τόνοι ακτινιδίων, από τους οποίους οι 1.012 κατευθύνθηκαν στην Πέλλα, έναν από τους βασικούς νομούς παραγωγής ακτινιδίων, εκ των οποίων οι 600 τόνοι ήταν προέλευσης Ιράν και 496 προέλευσης Τουρκίας. Βεβαίως και οι τελευταίοι μπορεί να ήταν επίσης προέλευσης Ιράν, που είχαν πρώτα εισαχθεί στην Τουρκία και επανεξήχθησαν ως τουρκικά ακτινίδια, κάτι που σημαίνει μηδενικούς δασμούς. Ας σημειωθεί εδώ ότι όταν η Ελλάδα εξάγει ακτινίδια στην Τουρκία, αυτά επιβαρύνονται με εισαγωγικούς δασμούς, κάτι που στοιχίζει σε ανταγωνιστικότητα. Η επανεξαγωγή με μηδενικό δασμό από Τουρκία σημαίνει ότι τα ακτινίδια αυτά έρχονται στην ελληνική αγορά στην τιμή των 47-50 λεπτών/κιλό, όταν τα ελληνικά φεύγουν από το δέντρο με τιμή γύρω στα 85 λεπτά.
Η «ελληνοποίηση» εισαγόμενων από τρίτες χώρες προϊόντων είναι ο ένας τρόπος που τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα χάνουν αξία και οι παραγωγοί τους, αλλά και η εθνική οικονομία, στερούνται κρίσιμων πόρων. Υπάρχει, ωστόσο, και ο ακριβώς αντίστροφος τρόπος: η εξαγωγή χύμα ελληνικών προϊόντων σε γειτονικές χώρες, κυρίως στην Ιταλία και δευτερευόντως στη Βουλγαρία, τα οποία στη συνέχεια οι Ιταλοί τυποποιούν, τα εξάγουν ως «ιταλικά» και καρπώνονται την προστιθέμενη αξία. Η περίπτωση του ελαιολάδου είναι η πιο χαρακτηριστική, αλλά δεν είναι μόνον αυτή. Σημειωτέον, το 2023, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η Ελλάδα εξήγαγε στην Ιταλία σχεδόν 133.000 τόνους ελαιολάδου, με την αξία των εξαγωγών να διαμορφώνεται σε 760,632 εκατ. ευρώ.
Τι άλλο αγοράζουν οι Ιταλοί κατευθείαν από το χωράφι ή το δέντρο και το «ιταλοποιούν»; Ακτινίδια, φράουλες, μανταρίνια, πορτοκάλια, αλλά και καρπούζια. Η Ιταλία, η οποία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ακτινιδίων στην Ευρώπη και δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, μετά τη Νέα Ζηλανδία, έχει μειωμένη παραγωγή φέτος, όπως και η Ισπανία. Αντί ο κοινός στόχος να είναι η αύξηση της διείσδυσης των ελληνικών ακτινιδίων, κάποιοι επιτήδειοι τι κάνουν; Πωλούν τα ελληνικά ακτινίδια προς 1 ευρώ/κιλό στους Ιταλούς οι οποίοι τα συσκευάζουν και τα τυποποιούν και στη συνέχεια τα εξάγουν (ως ιταλικά) προς 1,70 ευρώ.
Τα φορτία που φεύγουν προς τη γείτονα για τον παραπάνω σκοπό πληρώνονται συνήθως τοις μετρητοίς, ενώ ακόμη και αν συνοδεύονται από δελτίο αποστολής, σε αυτό αναγράφεται διαφορετική ποσότητα από την πραγματική. Συχνά δε συσκευάζονται με άλλα προϊόντα, για παράδειγμα με ροδάκινα, σε μια προσπάθεια παραπλάνησης των Αρχών.
Mικρός κλήρος, γερασμένοι αγρότες
Μπορεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης κάποιοι νέοι να εγκατέλειψαν την Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα για την αναζήτηση καλύτερης τύχης στην ελληνική περιφέρεια, αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας. Η ελληνική ύπαιθρος, η οποία εδώ και δεκαετίες έχει ανεπαρκείς δομές, ειδικά σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση και την υγεία, όχι μόνο δεν προσελκύει νέους κατοίκους, αλλά διώχνει και πολλούς από αυτούς που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί. Αποτέλεσμα; Ο αγροτικός πληθυσμός είναι στη συντριπτική του πλειονότητα γερασμένος και εκ των πραγμάτων με χαμηλότερο επίπεδο κατάρτισης και με περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες που στοχεύουν στην καλύτερη διαχείριση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και στη μεγιστοποίηση του παραγόμενου πλούτου.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat (2020) είναι αποκαλυπτικά. Σχεδόν 4 στους 10 επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι λεγόμενοι νέοι αγρότες (ηλικίας κάτω των 40 ετών) είναι μόλις το 7,2% των επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων ηλικίας άνω των 65 ετών είναι 33,2%, ενώ οι νέοι αγρότες αποτελούν το 11,9%.
Το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του γεωργικού τομέα στην Ελλάδα είναι ο μικρός κλήρος, χαρακτηριστικό που, ελλείψει του απαιτούμενου εκσυγχρονισμού, αποτελεί στην πραγματικότητα μία από τις κύριες αιτίες υστέρησης του τομέα. Το 74,05% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα –σχεδόν δηλαδή τρεις στις τέσσερις– είναι κάτω από 50 στρέμματα, ενώ το μέσο μέγεθος αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέμματα. Από 50 έως 99 στρέμματα είναι το 13,39% των εκμεταλλεύσεων, ενώ από 100 έως 199 στρέμματα είναι το 7%, περίπου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μη οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα, οι οποίες αποτελούν ισχνή μειοψηφία, μόλις 2% του συνόλου, έχουν υπερδιπλάσιο μέγεθος από τις οικογενειακές: το μέσο μέγεθός τους είναι 120 στρέμματα ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων 50 στρέμματα.
ΑΠΟΨΕΙΣ
Πόσο αξιοποιήθηκαν τα κονδύλια της Ε.Ε.;
του Δημήτρη Λιανού*
Η ΚΑΠ αποτελεί τον μηχανισμό διοχέτευσης κονδυλίων στην αγροτική παραγωγή της Ε.Ε., έτσι ώστε να καταστεί ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον, από το 1962.
Με τη μορφή που έχει τις τελευταίες δεκαετίες η ΚΑΠ αποτελείται από τον πρώτο πυλώνα που χρηματοδοτείται από το ΕΓΤΑ και περιλαμβάνει τις «εισοδηματικές ενισχύσεις», το λεγόμενο στη χώρα μας τσεκ. Ο δεύτερος πυλώνας χρηματοδοτείται από το ΕΓΤΑΑ και περιλαμβάνει τις «διαρθρωτικές» παρεμβάσεις μέσω των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, που αφορούν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του πρωτογενή τομέα, τη μείωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από την άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας και την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών. Σε επίπεδο Ε.Ε., αλλά και στη χώρα μας, διαχρονικά ο πρώτος πυλώνας συγκεντρώνει το 75%, ενώ ο δεύτερος το 25% των πόρων της ΚΑΠ. Μέσω της εφαρμογής των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης, στη χώρα μας από το 2000-2020 έχουν επενδυθεί 16,6 δισ. ευρώ. Αξιοποιήθηκαν τα χρήματα αυτά ή απλά δαπανήθηκαν για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών;
Σε ποιο βαθμό έχει βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας; Προστατεύθηκε το περιβάλλον; Μειώθηκαν οι ανισότητες μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών;
Μέσω των προγραμμάτων για την προσέλκυση νέων γεωργών (κάτω των 40), από το 2000 έως σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν εγκατασταθεί περί τους 100.000 νέους γεωργούς στην ελληνική ύπαιθρο. Η εγκατάσταση νέων γεωργών αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη διαρθρωτική παρέμβαση. Αν και τα προγράμματα αυτά δεν απέδωσαν όσο θα μπορούσαν, ωστόσο μέσα σ’ αυτή την –σχεδόν– 25ετία εφαρμογής έχουν εισέλθει αρκετοί νέοι στον τομέα, μεταβάλλοντας προς τα κάτω την ηλικιακή σύνθεση της ομάδας των αγροτών.
Αντίθετα, όμως, οι δράσεις εκπαίδευσης – κατάρτισης – παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών – μεταφοράς τεχνογνωσίας και ενίσχυσης της καινοτομίας είτε δεν υλοποιήθηκαν καθόλου όλα αυτά τα χρόνια είτε μέσω των αναθεωρήσεων των προγραμμάτων κατέληγαν να αποτελούν το 1% των δαπανών. Οι επενδύσεις σε επίπεδο γεωργικών εκμεταλλεύσεων και μεταποιητικών επιχειρήσεων καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο δεν υπερέβησαν το 1 δισ. ευρώ (δημόσια δαπάνη) και ενισχύθηκαν συνολικά περί τις 30.000 γεωργικές εκμεταλλεύσεις και περίπου 1.000 επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης. Αφορούν δηλαδή το 3% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας και άρα έχουν περιορισμένη συμβολή στην προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στην ελληνική γεωργία.
Οι εισοδηματικές ενισχύσεις στους γεωργούς των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών απορροφούν διαχρονικά το 32%-35% των πόρων του δεύτερου πυλώνα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη συνέχιση της άσκησης της γεωργικής δραστηριότητας στις περιοχές αυτές, με βασικό ωφελούμενο κλάδο την αιγοπροβατοτροφεία. Το 25%-30% των πόρων δίνεται στις αγροπεριβαλλοντικές δράσεις, με κύρια δράση την προώθηση της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, χωρίς όμως αυτό να έχει οδηγήσει στη μείωση των τιμών και τη συνακόλουθη αύξηση της προσφοράς τους στον καταναλωτή.
Συμπερασματικά, τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό του τομέα – αλλά όχι στον αναγκαίο βαθμό που θα περιόριζε την εξάρτηση του αγροτικού εισοδήματος από τις επιδοτήσεις – άμεσες ενισχύσεις του πρώτου πυλώνα.
*Ο κ. Δημήτρης Λιανός είναι διευθυντής έργων Αγροτικού Τομέα, μέλος της ομάδας για τον Στρατηγικό Σχεδιασμό της ΚΑΠ για την Ελλάδα
Πώς μπορεί να αυξηθεί το αγροτικό εισόδημα
του Κωνσταντίνου Τσιμπούκα*
Η άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας στην Ελλάδα στοχεύει στην επίτευξη ικανοποιητικού γεωργικού οικογενειακού εισοδήματος, αφού σχεδόν το σύνολο των εγχώριων γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι οικογενειακής μορφής. Τρεις είναι οι προσδιοριστικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το γεωργικό οικογενειακό εισόδημα κάθε εκμετάλλευσης: α) οι ενισχύσεις (με εξαίρεση τις ενισχύσεις επί των επενδύσεων), β) η ακαθάριστη αξία παραγωγής (ποσότητα παραγωγής επί τιμή πώλησης) και γ) οι εμφανείς δαπάνες (καταβαλλόμενες δαπάνες και αποσβέσεις). Οι δυο πρώτοι παράγοντες συμβάλλουν προσθετικά και ο τρίτος αφαιρετικά στη διαμόρφωση του εισοδήματος.
Χρησιμοποιώντας τα πλέον πρόσφατα μικροοικονομικά στοιχεία του τηρούμενου δείγματος εκμεταλλεύσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για τη διετία 2020 και 2021, οι ενισχύσεις της Κοινής Αγροτική Πολιτικής εμφανίζονται να διαμορφώνουν, κατά μέσον όρο, περί το 55% του εισοδήματος των εκμεταλλεύσεων της χώρας. Βέβαια, το ποσοστό αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παραγωγική εξειδίκευση των εκμεταλλεύσεων. Σε ορισμένες φαίνεται ότι, εάν καταργούνταν οι ευρωπαϊκές ενισχύσεις θα παρουσιαζόταν παύση παραγωγικής δραστηριότητας σε κλάδους όπως οι καλλιέργειες δημητριακών, βαμβακιού, λοιπών αροτραίων καλλιεργειών και εκτροφής βοοειδών κρεοπαραγωγής, αφού οι ενισχύσεις κατά μέσον όρο διαμορφώνουν σχεδόν αποκλειστικά το σύνολο του επιτυγχανόμενου εισοδήματος.
Αντίθετα, παρουσιάζεται μικρή συμμετοχή στη διαμόρφωση του εισοδήματος από τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις στις εκμεταλλεύσεις των κλάδων χοιροτροφίας και ορνιθοτροφίας, κηπευτικών, δενδρωδών καλλιεργειών (πλην ελαιοκαλλιέργειας) και αμπελοκαλλιέργειας οινοπαραγωγής. Στους κλάδους αυτούς το εισόδημα διαμορφώνεται κυρίως από την ακαθάριστη αξία παραγωγής, δηλαδή από την αγορά.
Η πρόσθετη βελτίωση του εισοδήματος μέσω της ανόδου της ακαθάριστης αξίας παραγωγής μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αύξησης της συμμετοχής των γεωργών σε συλλογικές οργανώσεις, που θα αναλάβουν τη μεταποίηση και εμπορία των γεωργικών προϊόντων. Η επιπλέον προστιθέμενη αξία παραγωγής που θα δημιουργηθεί θα συμβάλει στην αύξηση της τιμής του προϊόντος.
Όσον αφορά τις εμφανείς δαπάνες (που μειώνουν το εισόδημα), κύριος παράγοντας διαμόρφωσής τους είναι η ενέργεια (καύσιμα και ηλεκτρισμός) και οι δαπάνες ζωοτροφών. Οι δαπάνες ενέργειας τη διετία 2020 και 2021 αντιστοιχούν περίπου στο 20%-25% του επιτυγχανόμενου εισοδήματος, κατά μέσον όρο στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων της χώρας. Μάλιστα οι τιμές της ενέργειας γνώρισαν την τελευταία τριετία πολύ μεγάλη άνοδο (άνω του 50% μεταξύ Νοεμβρίου 2020 και Νοεμβρίου 2023 – ΕΛΣΤΑΤ). Ακολουθούν σε σημασία οι δαπάνες προμήθειας λιπασμάτων, με ανάλογη αύξηση τιμών κατά την πρόσφατη τριετία.
Όμως, για όλες αυτές τις εισροές που αφορούν την ενδιάμεση κατανάλωση έχει μετρηθεί ότι η τεχνική τους αποτελεσματικότητα ανέρχεται κατά μέσον όρο στις εκμεταλλεύσεις σε περίπου 75%. Δηλαδή προκύπτει σπατάλη κατά μέσον όρο 25% των χρησιμοποιούμενων εισροών, που εάν αντιμετωπιζόταν με την ίδρυση και λειτουργία συστήματος γεωργικών συμβουλών (που δραστηριοποιούνταν στο υπουργείο Γεωργίας πριν από το 1980 ως Υπηρεσία Γεωργικών Εφαρμογών), θα δημιουργούσε συνθήκες σημαντικής μείωσης των δαπανών και αύξησης του εισοδήματος.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Τσιμπούκας είναι καθηγητής Γεωργικής Οικονομίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Πηγή: kathimerini.gr