«Αφού δέ απεράσης από το Μοναστήριον Καρακάλλου ευρίσκοντες πάλιν τόπον της Λαύρας, Μυλοπόταμον καλούμενον, εις τoν οποίον είναι κάστρον στερεόν και έχει πύργον και τα τείχη του είναι δυνατά, έχει και εκκλησίαν μέσα του Αγίου Ευσταθίου. Ο τόπος ούτος είναι πολλά υγιεινός, εύκρατος και τερπνότατος και εφύτευσεν ο Άγιος Αθανάσιος αμπέλια. Πλην τώρα εμεγαλύνθη και εστολίσθη με πολλών λογιών φυτά κάρπιμα. Ευρίσκονται δε πάντοτε εκεί ικανοί αδελφοί διά να εργάζονται και να φυλάττουν τον τόπον. Εκεί αντίκρυ εις τον ποταμόν είχεν ο Άγιος λουτρά διά τους ευγενείς και καλομαθημένους και διά τους ασθενείς, εις τον οποίον τόπον τώρα είναι αμπέλια, η δε περιοχή του Μυλοποτάμου διαλαμβάνεται εις τα δεκτά βασιλικά χρυσόβουλλα παλαιά τε και νέα».
Η εξαιρετική αυτή συνθετική περιγραφή του Μυλοποτάμου, του Ιερού Καθίσματος του Αγίου Ευσταθίου της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους, αν και ανάγεται στα 1772 και περιλαμβάνεται στο «Προσκυνητάριον της Μονής Μεγίστης Λαύρας» που εκδόθηκε στη Βενετία, έχει διαχρονική αξία και αλήθεια, μια και ο σημερινός επισκέπτης του Καθίσματος δεν θα βρει καμία σχεδόν διαφορά σε σχέση με το 1772. Τον ευλογημένο τούτο τόπο επέλεξε ο μοναχός Επιφάνιος ο Μυλοποταμινός για να ξεδιπλώσει και να εκφράσει επί 30 χρόνια όχι μόνο μια εκπληκτικού μεγέθους πολυσχιδή δραστηριότητα, τόσο στον θρησκευτικό τομέα όσο και στη μαγειρική τέχνη και την οινοποιία, αλλά και να είναι και ο χώρος της επίγειας ανάπαυσής του μετά την κοίμησή του στις 11 Δεκεμβρίου του 2020.
Ο Επιφάνιος γεννήθηκε το 1956 και είχε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Νικήσιανη της Ανατολικής Μακεδονίας, μεγαλώνοντας σε ένα ιδιαίτερα θεοσεβούμενο οικογενειακό περιβάλλον. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του και ικανοποιώντας την επιθυμία του γιου του, ο πατέρας του τον συνόδευσε για να γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος, ειδικότερα στη Μονή του Αγίου Παύλου, την ημέρα της γιορτής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στις 6 Αυγούστου του 1973, ημερομηνία που συχνά υπενθύμιζε ο ίδιος. Στη Μονή μόνασε επί σχεδόν 18 χρόνια, εναλλάσσοντας τα μοναστικά καθήκοντά του με αρκετά διακονήματα –κοινώς υποχρεώσεις που απορρέουν από την κοινοβιακή συνύπαρξη– με προεξάρχοντα διακονήματα τη διαχείριση του μεγάλου δάσους της Μονής και τη μαγειρική, στην οποία έμελλε να διαπρέψει.
Ο Άγιος Παύλος αποτέλεσε ένα μεγάλο σχολείο για τον μοναχό Επιφάνιο. Δάσκαλοί του οι παλιοί μοναχοί οι οποίοι μετέδιδαν στους νεότερους εμπειρίες δικές τους, στην πράξη. Ο μοναχός Επιφάνιος υπήρξε όχι μόνο άριστος μαθητής αλλά και συναγωνιστής –τρόπον τινά– με τους γέροντές του στην αγιορειτική μαγειρική τέχνη. Πολύ σύντομα συνειδητοποίησε ότι η μοναστηριακή μαγειρική του Αγίου Όρους διαχρονικά αποτέλεσε ένα πρότυπο της μεσογειακής διατροφής, έξοχο παράδειγμα της απλότητας στη μαγειρική αλλά και της καλής γεύσης που προκύπτει από τον σοφό χειρισμό λίγων, ποιοτικών υλικών. Βασικό εργαλείο στην εξειδίκευσή του αποτέλεσε ο εν γένει τρόπος διατροφής των μοναχών, οι οποίοι ακολουθώντας τους μοναστικούς κανόνες νηστεύουν ακριβώς μισό χρόνο –185 ημέρες όπως έλεγε ο ίδιος– με απαγορευμένη την κρεοφαγία. Βασικά υλικά του κήπου της μονής συνδυαζόμενα με απλό τρόπο και με αγνό ελαιόλαδο –όταν πρέπει– αλλά και με την έμφυτη τέχνη του αρκούσαν για να φέρουν τα θαυμαστά πιάτα του στο τραπέζι.
Τέλη της δεκαετίας του 1980 φεύγει από τη Μονή του Αγίου Παύλου, κάνει ένα εξάμηνο διάλειμμα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και επιστρέφει στο Άγιο Όρος σε αναζήτηση ενός κελλίου, ενός καθίσματος για να ξεκινήσει τα πάντα από την αρχή: Μια νέα πορεία ως μοναχού κελλιώτη πια, αλλά κυρίως να ασχοληθεί με τη μαγειρική τέχνη του. Αλλά και να βρει ένα τρόπο να προσπορισθεί κάποιο έσοδο για την καθημερινότητά του. Βρίσκει τη λύση στην επιλογή του μισοερειπωμένου Μυλοπόταμου. Αναλαμβάνει ως Γέροντας το Κάθισμα του Αγίου Ευσταθίου της Ιεράς Μονής της Μεγίστης Λαύρας η οποία το 1990 αποδέχεται το αίτημά του να του παραχωρηθεί ο χώρος και ο τόπος που θα συνδεθεί άρρηκτα μαζί του και με τους στόχους του.
Ο Μυλοπόταμος δεν είναι απλά ένα κελλί από τα πολλά του Αγίου Όρους. Ιδρύθηκε το 974 μ.Χ. από τον ίδιο τον Όσιο Αθανάσιο τον Αγιορείτη, μόλις 11 χρόνια μετά την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας και την καθιέρωση των κανόνων του σε όλη την Αγιώνυμη Μοναστική Πολιτεία. Από την αρχή το μονύδριο λειτούργησε ως μετόχι της Μονής γιατί εκεί καλλιεργήθηκε ο κυριότερος αμπελώνας που κάλυπτε τις ανάγκες της Μεγίστης Λαύρας σε νάμα και οίνο. Και όπως ρητά αναφέρεται στο «Τυπικόν», ο Μυλοπόταμος ορίσθηκε από τον όσιο Αθανάσιο ως τόπος ανάπαυσης αλλά και πνευματικής ανασυγκρότησης των μοναχών της μονής οι οποίοι δοκιμάζονταν από τους κόπους της σκληρής άσκησης, σωματικής και πνευματικής.
Ανασκουμπώνεται, δουλεύει ακούραστα, αναστηλώνει κτιριακές εγκαταστάσεις με πρώτες την κουζίνα και τον ξενώνα, για να μαγειρεύει και να περιποιείται τους φιλοξενουμένους του. Αλλά και να κάνει πράξη το δόγμα του που υπηρέτησε σε όλη τη ζωή του. Πέρα από την προσφορά άπλετης φιλοξενίας στους επισκέπτες του Ιερού Καθίσματος, ήθελε όσο πιο γνήσια μπορούσε να εκφράσει και την αγάπη του προς αυτούς με τον δικό του τρόπο: να μαγειρέψει όσο μπορούσε καλύτερα για να εκδηλώσει την Αγάπη του στον Πλησίον. Παράλληλα, καθάρισε και τακτοποίησε τον ελαιώνα, ξερίζωσε τα άγρια και φύτεψε αμπέλι, «υπακούοντας» στη διαθήκη του Οσίου Αθανασίου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε να γίνεται με ραγδαίο τρόπο γνωστός. Δεκάδες ήταν τα άτομα που περνούσαν από τον Μυλοπόταμο για να τον επισκεφθούν, αδιάφορο αν ήταν επώνυμοι ή ανώνυμοι, να «προσκυνήσουν» την εκκλησία αλλά και την κουζίνα του, όπως έλεγαν. Ταυτόχρονα βγήκαν και τα πρώτα κρασιά του, τέσσερις ετικέτες που συνεχίζουν μέχρι και σήμερα με την ενδεικτική ονομασία Μετόχι Μυλοποτάμου: ένα βελούδινο ερυθρό, ένα λεπτό λευκό, το ημίγλυκο Οινόμελι, το δυνατό Νάμα για τη Θεία Ευχαριστία. Και αρχή της δεκαετίας του 2000 με την καθοριστική συμβουλή κορυφαίων Ιταλών παραγόντων της οινικής παραγωγής, αφενός μεν βελτιώνει τα ήδη παραγόμενα, αφετέρου εμφιαλώνει τη ναυαρχίδα της παραγωγής του, το Ερυθρό Epifanis, που τόσα βραβεία έφερε στον Μυλοπόταμο. Και σχετικά πρόσφατα το ξηρό Ροζέ.
Αλλά εκεί που ξεχώρισε ιδιαίτερα ήταν η μαγειρική του, κορυφαίο μείγμα μεσογειακής διατροφής με αγιορείτικη πινελιά και γκουρμέ σφραγίδα. Δεκάδες οι γευστικές του παρουσιάσεις, όχι απαραίτητα στον μικρό πια Μυλοπόταμο, αλλά σε συναντήσεις μαγειρικής ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό. Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριότητας ένα βιβλίο της μαγειρικής του με τις συνταγές του, που γνώρισε μοναδική επιτυχία και μεταφράστηκε σε επτά γλώσσες.
Μαγείρευε μέχρι το τέλος του, ενδιαφερόταν για την αγαπημένη του κουζίνα όσο μπορούσε και κοιμήθηκε αφήνοντας ένα ανεξίτηλο στίγμα στο Άγιο Όρος και σε όσους γνώρισαν τον ίδιο, τη φιλοξενία και την αγάπη του. Αλλά και μια σημαντική παρακαταθήκη ως ισχυρή βάση για όλους όσοι τιμούν τα ανόθευτα και υγιή χαρακτηριστικά της αγιορειτικής διατροφής και γιατί όχι της μεσογειακής και ελληνικής. Η κληρονομιά που άφησε είναι μια τιμητική παρακαταθήκη για όλους μας. Και βεβαίως για τον Γαστρονόμο του οποίου υπήρξε συνεργάτης φιλοξενώντας στις σελίδες του δεκάδες συνταγές του. Μνήμης Ένεκεν και ας είναι ελάχιστη έκφραση Ευγνωμοσύνης το παρόν σημείωμα.