Δύο αδέρφια από τον Βόλο, κολλητοί από τα γεννοφάσκια τους. Μαζί ως φοιτητές στην Αθήνα, μαζί για ψάρεμα, ορειβασία και σκι, μαζί οτοστόπ στην Ευρώπη. Σήμερα συναντιούνται σε κάθε πανσέληνο, μαζί με τις συζύγους και τους φίλους τους. Συμπληρώνουν ο ένας τις φράσεις του άλλου και σαν ένας άνθρωπος λειτουργούν και στην κουζίνα, ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει.
Κ. Μ.: «Γεννήθηκα στον Βόλο στις 16 Σεπτεμβρίου του ’44. Δεν είχαν ακόμη φύγει οι ναζί από την πόλη. Ο αδερφός μου ο Δημήτρης είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος, γεννημένος στις 25 Ιουλίου του ’42. Οι γονείς μας ήταν Πηλιορείτες. Η μητέρα μας ήταν από το Μούρεσι, από το Ανατολικό Πήλιο, και ο πατέρας μας Ανωβολιώτης.
Τα χωριά του Πηλίου ήταν που είχαν τη ζωή και την οικονομία. Αλλά σιγά σιγά με τη βιομηχανική ανάπτυξη, στα μέσα του 1800, άρχισε ο κόσμος να κατεβαίνει από τα χωριά και να δημιουργεί την πόλη του Βόλου. Έτσι, ο Βόλος είναι μια καινούργια πόλη. Ο πατέρας της μάνας μας είχε στον μεσοπόλεμο ένα μεζεδοπωλείο, που λέγονταν Λεύκα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, μια συνοικία στον Βόλο, κοντά στο ψαρολίμανο. Εκεί είναι και ο σύλλογος αλιέων που έχει εκατοντάδες βαρκούλες. Από όταν έκλεισε του παππού το μαγαζί, άνοιξαν άλλα καταστήματα που λέγονται Λεύκα εκεί.
Η μάνα μας ήταν δασκάλα και ο πατέρας μας ήδη από έφηβος κατέβαινε στον Βόλο και εργαζόταν ως τυπογράφος. Εκεί στην πόλη έγινε η γνωριμία τους. Εμείς πηγαίναμε από γεννησιμιού μας στο σπίτι των παππούδων μας στο χωριό και εκεί ο πατέρας μας φύτευε ένα μικρό μποστάνι, με απ’ όλα. Κολοκυθάκια, φασολάκια, μπιζέλια, ντομάτες, αγγουράκια, μελιτζάνες, κουκιά, σε μικρές ποσότητες.
Σπετζοφάι μάθαμε να κάνουμε όταν ήμασταν έφηβοι, που ανεβαίναμε στο χωριό και το έφτιαχνε ο πατέρας μας. Ψήνεις πρώτα τα λουκάνικα, χοιρινά βολιώτικα, για να φύγει το λίπος. Μετά τηγανίζεις τις πιπεριές, μικρά κέρατα, όχι τα καυτερά. Ο πατέρας μας έβαζε και λίγες τηγανισμένες μελιτζάνες μέσα. Και στη συνέχεια έριχνε στο τηγάνι και τα λουκάνικα, και φρέσκια ντομάτα από το κηπάρι του. Δεν αγοράζαμε λαχανικά το καλοκαίρι. Είχαμε ό,τι χρειαζόμασταν. Μαζεύαμε και τα κουκιά από τον κήπο και η μητέρα μας τα έκανε σαν φάβα.
Τα πολύ παλιά χρόνια, ενώ το νερό έτρεχε άφθονο στη βρύση στην πλατεία, εμείς έπρεπε να κάνουμε εκατό μέτρα στο καλντερίμι και να φέρουμε νερό με τα κανάτια, γιατί δεν είχαμε τρεχούμενο στο σπίτι. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό μέχρι το ’58. Με τους τρομακτικούς σεισμούς το ’54-’55, ευτυχώς άντεξε το μικρό σπίτι στον Βόλο που ήταν πετρόχτιστο, αλλά άντεξε και το σπίτι στο Πήλιο. Κι έτσι ανελλιπώς μέχρι τα 18 μας κάναμε αυτό το πρόγραμμα».
Δ. Μ.: «Φύγαμε από τον Βόλο για τις σπουδές μας και ήρθαμε στην Αθήνα για να σπουδάσουμε. Ο Κώστας αποφοίτησε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με το πτυχίο του Χημικού Μηχανικού και εγώ τελείωσα το Φυσικό στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και έκανα μεταπτυχιακό στην Ολλανδία. Στο μεταξύ είχαμε ήδη παντρευτεί με την Άννα και πήγαμε μαζί. Ωστόσο, ο Κώστας κι εγώ, με τις οικογένειές μας, συνεχίσαμε να πηγαίνουμε πολύ συχνά στον Βόλο, κυρίως στις διακοπές μας, γιατί οι γονείς μας μένανε εκεί. Δεν κόψαμε ποτέ επαφή. Ακόμα και τώρα πηγαίνουμε όποτε μπορούμε.
Θυμάμαι, όταν ήμουν 13 χρονών, ήρθαν τα πρώτα ψαροτούφεκα στον Βόλο και οι εφημερίδες έγραφαν ότι είναι σύνεργα του διαβόλου για να σκοτώνονται τα παιδιά μεταξύ τους. Λοιπόν είχαμε πάρει κι εμείς ένα, κάνοντας με τον Δημήτρη αιματηρές οικονομίες. Το κρύψαμε κάτω από το κρεβάτι, και με αυτό βγαίναμε το καλοκαίρι και κάναμε τα πρώτα ψαρέματα.
Ο Κώστας μετά τον στρατό εργάστηκε στην Αθήνα σε μεγάλες βιομηχανίες και πήρε σύνταξη από την ΕΤΒΑ (Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως) που ήταν στη Διεύθυνση Μελετών. Εγώ εργάστηκα αρχικά ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ύστερα στο Πολυτεχνείο ως επιμελητής για ένα διάστημα και μετά στον ΟΤΕ, από όπου πήρα σύνταξη.
Τυχαία κάποια στιγμή πέσαμε επάνω στις χελώνες της Ζακύνθου κάνοντας διακοπές στο νησί το ’77. Δεν είχε ασχοληθεί κανείς με το θέμα μέχρι τότε, κι έτσι αποφασίσαμε με την Άννα να ασχοληθούμε εμείς. Μετά από κάποια χρόνια δημιουργήσαμε τον σύλλογο προστασίας θαλάσσιας χελώνας ΑΡΧΕΛΩΝ.
Ήμασταν μια παρέα ανθρώπων που παρακολουθούσαμε τις χελώνες και στοχεύαμε στην προστασία τους. Ένας πυρήνας διψήφιος που τώρα έχει χιλιάδες μέλη διεθνώς και έχει αναπτυχθεί πολύ».
Κ. Μ.: «Είχαμε διάφορα χόμπι, μεταξύ των οποίων αγαπούσαμε πολύ το ψάρεμα. Θυμάμαι, όταν ήμουν 13 χρονών, ήρθαν τα πρώτα ψαροτούφεκα στον Βόλο και οι εφημερίδες έγραφαν ότι είναι σύνεργα του διαβόλου για να σκοτώνονται τα παιδιά μεταξύ τους. Λοιπόν είχαμε πάρει κι εμείς ένα, κάνοντας με τον Δημήτρη αιματηρές οικονομίες. Το κρύψαμε κάτω από το κρεβάτι, και με αυτό βγαίναμε το καλοκαίρι και κάναμε τα πρώτα ψαρέματα.
Ήταν πολύ πλούσιες τότε οι θάλασσες σε ψάρια. Μια μέρα φέραμε στο σπίτι δύο ψάρια κοντά ένα κιλό το καθένα. Και μάλιστα ψάρια πρώτης κατηγορίας παρακαλώ. Τσιπούρες. Κι εκεί που μας έλεγαν μην τυχόν και πάρετε ψαροτούφεκα, άρχισαν να μας ρωτάνε “δεν θα πάτε για ψάρεμα σήμερα να φέρετε τίποτα στο σπίτι;”. Έκτοτε έγινε το χόμπι μας. Έμαθα και στον γιο μου και ύστερα και στον εγγονό μου. Μέχρι πρόσφατα ψαρεύαμε.
Πάνω κάτω εκεί στην ίδια ηλικία αρχίσαμε και την ορειβασία. Μια μέρα του Αυγούστου κάναμε την πρώτη μας ορειβασία στο Πήλιο. Μόνοι μας τα μάθαμε. Ξεκινήσαμε απόγευμα από τον Άνω Βόλο και φτάσαμε μετά από ώρες στη Δράκεια, ξημερώματα, καταξεσκισμένοι. Αυτή ήταν η πρώτη μας απόπειρα. Από εκεί ξεκίνησε η ορειβατική μας σταδιοδρομία. Το Πήλιο έχει ιστορία στη χιονοδρομία και η πρώτη χιονοδρομική ομάδα στην Ελλάδα ήταν στο Πήλιο. Μάλιστα, τα περισσότερα μέλη του τάγματος χιονοδρόμων στον πόλεμο της Αλβανίας ήταν από αυτή την ομάδα».
Δ. Μ.: «Όταν ανεβαίναμε για σκι, ήταν μια ολόκληρη περιπέτεια, γιατί δεν υπήρχαν αναβατόρια, δεν ήταν οργανωμένα. Κι έτσι παίρναμε το λεωφορείο με τα σκι πάνω στη σκεπή κι ανεβαίναμε στην Πορταριά. Παίρναμε τα σκι στην πλάτη, πηγαίναμε στα Χάνια, κοιμόμασταν εκεί το βράδυ, και την άλλη μέρα πάλι ανεβαίναμε με τα πόδια στις Αγριόλευκες για να κατεβούμε μία, άντε και το πολύ δύο φορές. Ήταν πολύ κοπιαστικό, αλλά είχαμε πάθος. Νιώθαμε χαρά και ευτυχία.
Ήταν εκεί και οι παλιοί του τάγματος χιονοδρόμων που μας έμαθαν. Αυτοί ήταν πενηντάρηδες. Αργότερα κάναμε σκι και σε άλλα βουνά, με τα σκι λιφτ όμως πλέον. Τα παιδιά μας πρώτα κύλησαν με σκι και μετά περπάτησαν. Ο Κώστας ανέβηκε στον Όλυμπο 15,5 χρονών, με την ομάδα του ορειβατικού Βόλου. Πες, Κώστα, την ιστορία».
Κ. Μ.: « Ήμασταν τρεις συμμαθητές, τρεις φίλοι με κοντά παντελονάκια, ξεπαγιάσαμε όταν φτάσαμε στον Μύτικα. 20 Ιουλίου, αλλά είχε πέντε βαθμούς. Χιονόνερο έριχνε. Πιο μετά, 20 χρονών, ανέβηκα με την ομάδα του ορειβατικού της Αθήνας στην κορυφή του Μον Μπλαν, στα 4.810 μ. Τελευταία φορά ανέβηκα στον Όλυμπο πριν από δύο χρόνια με τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Σε τέσσερις μέρες γυρίσαμε όλα τα καταφύγια. Όπως έλεγα όμως στα παιδιά μου, πρέπει να ξέρουμε τις δυνάμεις μας και μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε. Προσέχουμε για να έχουμε.
Τα καλοκαίρια πηγαίνουμε στον Βόλο και μένουμε στα πατρικά μας. Φτωχικά σπίτια χωρίς κουζίνες, κι έτσι είμαστε κάθε μέρα έξω στα τσιπουράδικα. Πάμε ακόμα εκεί που πήγαινε ο πατέρας μας πριν από κοντά 100 χρόνια, στον Καβούρα.
Έχουμε κάνει πάρα πολλά ταξίδια οι δυο μας, μόνοι αλλά και με τις οικογένειές μας. Σε Ελλάδα και εξωτερικό. Είχε μάλιστα πολύ ενδιαφέρον που τα καλοκαίρια που ήμασταν φοιτητές πηγαίναμε για πρακτική εξάσκηση στο εξωτερικό σε διάφορες βιομηχανίες μέσω ανταλλαγής σπουδαστών, και συναντιόμασταν με τον Δημήτρη και κάναμε διαδρομές οτοστόπ στην Ευρώπη. Την αλωνίζαμε από τη μια άκρη ως την άλλη. Βορράς, νότος, ανατολή, δύση, με ένα σακίδιο στην πλάτη ο καθένας. Δεκαετία του ’60 ήταν θυμάμαι. Κάναμε και στην Ελλάδα πολλά ταξίδια, και με τα παιδιά μας. Κάναμε και ελεύθερο κάμπινγκ. Η ευτυχία μας ήταν να ξυπνάμε το πρωί δίπλα στο κύμα. Ψαρεύαμε για να φάμε».
Δ. Μ.: «Ο Κώστας έμενε με την οικογένειά του στα Πατήσια και τα καλοκαίρια πήγαιναν στη Νέα Μάκρη, που έκαναν εκεί εξοχικό από το ’79. Αλλά τα τελευταία δύο χρόνια μένει μόνιμα με τη γυναίκα του εκεί, λόγω κορωνοϊού, οπότε μάλλον του βγήκε καλά η πανδημία. Εμείς, αφότου γυρίσαμε από την Ολλανδία, ήρθαμε στην Κηφισιά. Είχε εδώ ο πεθερός μου ένα προκάτ σπιτάκι, που στην πορεία το χτίσαμε. Τα καλοκαίρια πηγαίνουμε στον Βόλο και μένουμε στα πατρικά μας. Φτωχικά σπίτια χωρίς κουζίνες, κι έτσι είμαστε κάθε μέρα έξω στα τσιπουράδικα. Πάμε ακόμα εκεί που πήγαινε ο πατέρας μας πριν από κοντά 100 χρόνια, στον Καβούρα. Πάμε κι αλλού βέβαια, αφού τώρα έχει δεκάδες πολύ καλά τσιπουράδικα. Κάποιοι λένε πως είναι πάνω από τριακόσια.
Λατρεύουμε και οι δύο τις ψαρόσουπες και τις μαγειρεύουμε με ό,τι ψάρια βρούμε κατάλληλα για σούπα. Με σφυρίδα, στήρα, ροφό, συναγρίδα, σκορπιούς. Ο Κώστας μάλιστα την κάνει εξαιρετική. Είμαστε ψαροφάγοι. Μαγειρεύουμε συχνά στα σπίτια μας, αλλά όχι καθημερινά, απλά φαγητά κυρίως, όπως τα τσιγαριαστά χόρτα με τα αυγά. Το κρέας δεν το κυνηγάω.
Ανέκαθεν δεν μου πολυάρεσε, αλλά κάναμε φαγητά με κρέας για τα παιδιά. Ούτε και ο Κώστας το προτιμάει πια το κρέας, κυρίως προληπτικά, για λόγους υγείας. Τρώει 99% ψάρι και λαδερά και 1% κρέας».
Κ. Μ.: «Όταν μας το επιτρέπουν οι συνθήκες, πηγαίνουμε και σε καμιά ταβερνούλα εδώ στην Κηφισιά ή και στη Νέα Μάκρη και κάνουμε και κάνα μπάνιο. Μάλιστα, όταν έχει πανσέληνο, είμαστε καμιά δεκαριά άτομα που μαζευόμαστε σε μια παραλιακή, φτωχική ταβέρνα στη Νέα Μάκρη, με λίγα αλλά πολύ ωραία φαγητά, με θέα στην ανατολή της πανσελήνου, κι ελπίζουμε να μην έχει συννεφιά. Είμαστε φεγγαρόπληκτοι!».