Σαν μια αισθητική παραδοξότητα, αλλά και σαν ένα σπίτι που αντανακλά έναν κόσμο ολόκληρο, μυστήριο όσο και οικείο, πομπώδη όσο και προσηνή, το σπίτι στη γωνία των οδών Πατησίων και Ηπείρου είναι ένα μενταγιόν στην ιστορία της Αθήνας. Το Μέγαρο Υπατία, όπως είναι γνωστό τα τελευταία χρόνια, από τους νέους ιδιοκτήτες του που με αγάπη το έχουν επανεντάξει στην αθηναϊκή ζωή, είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά αστικά μέγαρα της μπελ επόκ, όπως τουλάχιστον αυτή ευδοκίμησε σε αυτή τη γωνιά της Γης. Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια αυτό το σπίτι, σε εκείνο το υπόλευκο χρώμα, το αργυρόλευκο ή το ξασπρισμένο γκρίζο, ένα χρώμα που κάποτε ήταν πολύ συνηθισμένο στα παλιά σπίτια, ένα νεο-μπαρόκ κοχύλι με πλουμιστό λοφίο που κατέπεσε άδοξα στον σεισμό του ’81. Αλλά και χωρίς τη γύψινη κορόνα του, το σπίτι αυτό κάνει τα βλέμματα να στραφούν. Τι θα ένιωθαν οι Αθηναίοι πριν από 110 και πλέον χρόνια, όταν το έβλεπαν να υψώνεται, πέτρα πέτρα, ένα θαυμαστό παλατάκι, που δεν έμοιαζε με τα άλλα, ένα σπίτι ανακτορικού τύπου που έφερνε έναν γαλλικό αέρα εκεί στη γωνία με την Ηπείρου, αντικριστά με το Αρχαιολογικό Μουσείο…
Είναι ένα κτίριο με υπογραφή. Το υπογράφει ο Αλέξανδρος Νικολούδης, ο εισηγητής του αστικού κοσμοπολιτισμού στην αθηναϊκή αρχιτεκτονική, φίλος του Ελευθερίου Βενιζέλου, ένας εστέτ που απέκλινε από τον εθνικό ρυθμό του αττικού νεοκλασικισμού. Οι πελάτες του ήταν οι εύποροι αστοί της ανερχόμενης κοινωνίας. Πήρε την παραγγελία από τον επιχειρηματία Γεράσιμο Λιβιεράτο το 1906 και τα επόμενα χρόνια έως το 1909 το σπίτι, γνωστό στους παλιούς Αθηναίους, αλλά και στη βιβλιογραφία, ως Μέγαρο Λιβιεράτου, αποκτούσε μορφή και έφερνε καινοτομίες στην εσωτερική διαρρύθμιση, αλλά και στην εντυπωσιακή πρόσοψη, την «παριζιάνικη». Αυτό το όχι αθηναϊκό σπίτι ως προς το ύφος έμελλε να χωνευτεί στη ζωή της Αθήνας και να γίνει κομμάτι της πόλης. Έγινε σώμα της Αθήνας, έγινε κυτταρική μνήμη, συμπλέει μαζί με όλους εμάς σε μια σχεδία στον χρόνο. Η «Υπατία» αποκαλύπτει τη διαβίωση σε ύφος μεγαλοαστικό στην Αθήνα λίγο πριν από το 1910.
Ήταν ένα σπίτι μοντέρνο, έφερνε καινοτομίες, στη διαρρύθμιση, στην ατομική υγιεινή, στην τοποθέτηση του κτιρίου στην πόλη, σε ένα κομμάτι της που συγκέντρωνε εύπορους αστούς, καθηγητές, ιατρούς, διανόηση και ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους. Όλα αυτά τα έχει περιγράψει και αναλύσει η αρχιτέκτων Αμαλία Κωτσάκη στο βιβλίο της «Αλέξανδρος Νικολούδης, 1874-1944» (εκδ. Ποταμός, 2007) και είναι συναρπαστικά, γιατί η Πατησίων είναι ένας κόσμος ολόκληρος, πυκνός, πολύσημος, βαθύς σαν πλατύ ποτάμι που χαράσσει το σώμα της πόλης. Σε αυτή τη γωνία, Ηπείρου και Πατησίων, πυκνώνει ο χρόνος, οι συμβολισμοί αχνίζουν σαν ατμοί πάγου, το περίγραμμα αυτού του αστικού κοσμήματος μοιάζει διαρκές, αιώνιο, αλλά και εύθραυστο σαν μια ψευδαίσθηση. Είναι η Αθήνα.