Ο κόρακας, κατά κόσμον Γιάννης Μουστάκης, είναι στο πόδι καθημερινά από τα ξημερώματα. Μαντρίζει τα ζώα του στην κορυφή του βουνού και τα κατεβάζει να βοσκήσουν γύρω από το μιτάτο του, στου Κάπρου κοντά στον Πύργο Χειμάρρου, σε μια καταπράσινη πλαγιά που είναι όλη δικιά τους, γεμάτη θυμάρια και πυρνιά, βελανίδια και πορρύχια. Με την γκλίτσα του από κατσάγριες (αγριελιές) τα ποιμαίνει και με τα χέρια πιάνει να αρμέξει, ξεγεννά τα μικρά αρνάκια, μαζεύει το γάλα στον αρμεό και το αφήνει στον μαζωμό (δωμάτιο όπου μαζεύονται για τα γλέντια), ώσπου να αποσώσει.
Σε ένα αξιώτικο χαρανί (καζάνα) χειροποίητο, βράζει ύστερα το γάλα στη φωτιά ώσπου να πήξει και να γίνει τυρί με τρόπο παραδοσιακό. Γάλα άφθονο έχει από τον Δεκέμβρη μέχρι τον Μάη, μετά λιγοστεύει. Του φτάνει να κάνει αρσενικά πικάντικα και καλογινωμένα, μυζήθρες αφράτες και ξερά ανθότυρα, και του περισσεύει και δίνει και σε μεγάλα τυροκομειά. Τον υπόλοιπο καιρό φτιάχνει μόνο ξινότυρα και ξινομυζήθρες. Τέτοια εποχή, το απόγευμα πάει για την κουρά και το βραδάκι για ούζο στο Φιλώτι. Τις Απόκριες ντύνεται κουδουνάτος.
*Όταν κόβει η βροχή τον χειμώνα, λένε είναι η ώρα του βοσκού».