Ο Κριστόφ Σαντεπί βγάζει τη γραβάτα του, φοράει την ποδιά της κουζίνας και εξιστορεί εν τάχει τη ζωή του όση ώρα ετοιμάζει για τον «Γ» μία ελληνική και μία γαλλική συνταγή.
Δεν χρειάστηκε να περάσουμε πάνω από δύο λεπτά με τον Κριστόφ Σαντεπί στο θαυμάσιο νεοκλασικό της οδού Ακαδημίας, όπου στεγάζεται η γαλλική πρεσβεία και η κατοικία του εκάστοτε επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής, για να καταλάβω ότι είναι ένας πραγματικός μερακλής του φαγητού. Μέσα στη μικρή κουζίνα του δεύτερου ορόφου, την οποία χρησιμοποιεί κυρίως εκείνος, είχε συγκεντρώσει την παραγωγή των καρπών μιας ελιάς από τον κήπο μέσα σε έναν κουβά, ώστε να τις βάλει στην άλμη. Ύστερα, μου έδειξε με υπερηφάνεια δύο σακούλες με πατάτες, τις οποίες κουβάλησε από πρόσφατο ταξίδι του στη Γερμανία, που φημίζεται για τη νοστιμιά των βολβών της. Μα και όταν μου μίλαγε για πολλές από τις δικές μας συνταγές που αγαπά, πρόφερε τις λέξεις με καθαρότατη ελληνική προφορά και το βλέμμα της νοσταλγίας που έχουν στα μάτια οι καλοφαγάδες που θυμούνται ένα ωραίο πιάτο.
Μου είχε υποσχεθεί πριν από λίγο καιρό πως θα μαγείρευε για τον «Γαστρονόμο». Πίστευα πως θα διαφήμιζε τις χάρες της γαλλικής γαστρονομίας. Να τον όμως που έκοβε τρικαλινά λουκάνικα με μαεστρία για ένα ωραιότατο σπετζοφάι. Με την αυτοπεποίθηση ενός έμπειρου μάγειρα, ο πρέσβης, που έχει περάσει από τις υψηλές θερμοκρασίες της πολιτικής με πόστα μεγάλης ευθύνης κοντά σε υπουργούς και πρωθυπουργούς, έκοβε, τσιγάριζε, αλάτιζε, έψηνε, απολαμβάνοντας κάθε στάδιο της προετοιμασίας όχι μόνο της ελληνικής συνταγής, αλλά και ενός κουνελιού με μουστάρδα, τυπικότατης γαλλικής γιορτινής σπεσιαλιτέ. «Τον βλέπετε πόσο καλός είναι;» μου έλεγε κάθε τόσο με καμάρι ο επίσημος σεφ της πρεσβείας, ο ταλαντούχος Ελληνογάλλος Ζαν Μαρί Χοφμάν, που κατοικοεδρεύει στην επαγγελματική κουζίνα του κάτω ορόφου. Πράγματι. Ο συμπαθέστατος διπλωμάτης και φίλος της Ελλάδας έπαιζε στα δάχτυλα τα μαχαίρια. Όπως μας εξήγησε αργότερα, ο μπαμπάς του ήταν εξίσου επιδέξιος στα χέρια. Όχι στο μαγείρεμα, αλλά ως επαγγελματίας μαριονετίστας!
Σερβίροντάς μας για συντροφιά ένα cremant, διηγήθηκε εν τάχει τη ζωή του: «Η οικογένειά μου προέρχεται από ένα μικρό αγροτικό χωριό, το La Valla-en-Gier κοντά στο Σεντ Ετιέν, το οποίο απέχει περίπου 60 χιλιόμετρα από τη Λυών. Ολόκληρη η περιοχή έχει πολύ μεγάλη γαστρονομική παράδοση, από αυτές που ξεχωρίζουν στη Γαλλία, με δικές της τοπικές σπεσιαλιτέ. Θα έλεγα πως είναι μια κουζίνα ταπεινή, απλή, με προϊόντα της γης. Είμαι ο πρωτότοκος από τέσσερα παιδιά, τα τρία αγόρια αγάπησαν πολύ το μαγείρεμα, ενώ η αδελφή μας όχι και τόσο. Όταν η μητέρα μου έμπαινε στην κουζίνα, ήμουν πάντα κοντά της, τη βοηθούσα και παρατηρούσα τι έκανε. Έτσι έμαθα να μαγειρεύω και εγώ. Είχα αρκετά χρόνια διαφορά από τον μικρότερο αδελφό μου και έγινα ο νονός του. Και την ημέρα των γενεθλίων, ακόμα και όταν ήμουν πιτσιρίκος, μαγείρευα εγώ εκείνη την ημέρα για όλη την οικογένεια!
»Στο σχολείο μού άρεσαν η ιστορία και η αρχαιολογία και βέβαια η μαγειρική, αλλά δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό να γίνω σεφ. Νομίζω τότε δεν ήταν και μια τόσο διαδεδομένη ιδέα ούτε σε κατατόπιζε κανείς για το πώς μπορείς να σπουδάσεις ένα τέτοιο επάγγελμα, ακόμα και στη Γαλλία. Σπούδασα μηχανικός και ύστερα δημόσια διοίκηση ανώτερου επιπέδου. Από τότε που πέρασα στην πολιτική, πάντοτε είχα θέσεις με μεγάλη ευθύνη και δύσκολα ωράρια. Είχα τη συνήθεια να μαγειρεύω καθημερινά, ακόμα και στις πιο πολυάσχολες περιόδους της ζωής μου. Θυμάμαι να επιστρέφω στο σπίτι στις 11 το βράδυ, να βγάζω τη γραβάτα μου, να φοράω την ποδιά και να μπαίνω στην κουζίνα για να φτιάξω ένα γρήγορο γεύμα με χρόνο προετοιμασίας 15-20 λεπτά. Με ανακούφιζε και μου έπαιρνε όλη την ένταση της ημέρας. Και τώρα το ίδιο κάνω».
Την ώρα που ο Κριστόφ Σαντεπί βάζει το κουνέλι στον φούρνο μέσα σε ένα αλουμινόχαρτο, περνά από την κουζίνα ο σύντροφος της ζωής του, ο Ολιβιέ. Ευγενής, γλυκός και κομψότατος, μας πειράζει: «Εγώ δεν ξέρω να μαγειρεύω, αλλά σίγουρα ξέρω να τρώω», λέει και σκύβει να δει την προετοιμασία του γεύματος. Ο πρέσβης γελάει. «Το φαγητό είναι μια σπουδαία υπόθεση, που μας δένει με αυτούς που αγαπάμε. Όταν τρώμε μόνοι μας, απλώς διατρεφόμαστε. Όταν έχουμε συντροφιά, δεν τρώμε, αλλά μοιραζόμαστε. Ένα από τα πράγματα που με συγκινεί ιδιαίτερα στην πατρίδα σας είναι πως όλα τα πιάτα στο τραπέζι είναι για να μοιράζονται στους συνδαιτυμόνες. Αυτό ισχύει στο οικογενειακό τραπέζι, αλλά και στις εξόδους με φίλους. Στη Γαλλία, ο καθένας παραγγέλνει το δικό του πιάτο και περιορίζεται σε αυτό. Εδώ, είναι μια τελετουργία μοιράσματος».
Και την ελληνική κουζίνα; «Α! Την ανακάλυψα από τη λαιμαργία μου! Η αλήθεια είναι ότι προτού έρθω εδώ, δεν είχα μεγάλη γνώση για την εξαιρετική της ποικιλία και τις νοστιμιές της. Γνώριζα μόνο τα βασικά: τον μουσακά, το τζατζίκι, κ.λπ. Όμως όταν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα, είχα την ευκαιρία να πάω σε διάφορα μικρά ταβερνάκια με πάρα πολύ καλό φαγητό. Περπατούσαμε με τον Ολιβιέ στην πόλη, μπαίναμε τυχαία σε διάφορα μαγαζιά και τρώγαμε εξαιρετικά. Κατάλαβα πως θες δυο-τρεις ζωές στην Ελλάδα για να τα δοκιμάσεις όλα και εγώ ήρθα μόλις το 2015. Λοιπόν, λατρεύω το κοκορέτσι, τα παπουτσάκια ιμάμ, το φρικασέ. Το γαμοπίλαφο! Θεϊκό είναι! Το έφαγα σε κρητικό εστιατόριο των Εξαρχείων… Δυστυχώς, αν σταματήσεις τους επιβάτες μιας πτήσης που μόλις φεύγει από το Ηράκλειο και τους ρωτήσεις τι είναι το γαμοπίλαφο, δεν θα ξέρουν. Δεν είναι κρίμα; Η Ελλάδα πρέπει να κάνει τα πάντα για να διαφημίσει εντατικότερα την κουζίνα της, που είναι άγνωστη στο εξωτερικό, διότι είναι πολύ καλή. Όπως και τα κρασιά της. Ειδικά για τα τελευταία ξέρω πως πριν από την κρίση δεν είχαν τόσο εξαγωγικό χαρακτήρα, επειδή η παραγωγή είναι μικρή. Τώρα όμως βλέπω πως έχουν αρχίσει και αποκτούν όνομα διεθνώς, και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής. Η ελληνική γαστρονομία είναι από τα μεγαλύτερά σας πλεονεκτήματα για τον τουρισμό και εσείς οι Ελληνες τώρα έχετε αρχίσει να το καταλαβαίνετε».
Καθόμαστε στο ωραία στρωμένο τραπέζι για το λουκούλλειο γεύμα. Το σπετζοφάι είναι καταπληκτικό, όπως και το κουνελάκι, που συνοδεύεται από τις πατάτες που τις έφτιαξε στην κατσαρόλα. Όλοι γλείφουμε τα δάχτυλά μας και ο πρέσβης με τη γαλατική ευγένεια μας σερβίρει. Ο Ζαν Μαρί, που τρώει δίπλα μου, λέει πως βάζει άριστα δέκα στον προϊστάμενό του.
Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω τον Κριστόφ Σαντεπί αν είναι και καλός στα γλυκά. «Ξέρω να φτιάχνω μπακλαβά!» μου λέει και μου βάζει στο πιάτο ένα τεράστιο κομμάτι από την Tarte Tatin που έφτιαξε ο Χοφμάν. Έφυγα από την πρεσβεία με την πιο γλυκιά γεύση για τη ζεστή φιλοξενία.
Chapeau monsieur l’ ambassadeur.