«To Au Revoir απόψε θα μείνει κλειστό. Καλό ταξίδι στο φως», γράφει στην επίσημη σελίδα του στο Facebook το θρυλικό μπαρ της Πατησίων, έπειτα από την είδηση του θανάτου του Λύσανδρου Παπαθεοδώρου στις 10/10/2022.
Τον περασμένο Μάιο, ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου έδωσε την τελευταία του συνέντευξη στον Γαστρονόμο και τη Νικολέτα Μακρυωνίτου.
«Γεννήθηκα πριν από 84 χρόνια στην Αμαλιάδα. Το χωριό μου λεγόταν Τατάραλη, αλλά μετά που άλλαξαν τα ονόματα, το έλεγαν Ανθώνα. Είναι ένα πραγματικά ωραίο χωριό, σε ένα υψωματάκι από όπου βλέπουμε όλη την περιοχή. Εκεί πήγα Δημοτικό και το σχολείο το τελείωσα στην Αμαλιάδα. Ο πατέρας μου ο Σωτήρης είχε βγάλει το σχολαρχείο και μετά, μαζί με τη μάνα μου την Αγγελική, θέλησαν να μεγαλώσουν την Ελλάδα. Έκαναν 11 παιδιά, αλλά τα δύο τους πεθάνανε μωρά. Εμένα με είπαν Λύσανδρο, από της μάνας μου τον πατέρα».
«Τη δεκαετία του ’60 όλοι έπιναν Βότρυς, Καμπά και κονιάκ των 3 αστέρων. Ελάχιστοι ζητούσαν των 5 αστέρων. Απ’ όλα είχαμε εμείς βέβαια, αλλά ήταν τσουχτερές οι τιμές και ο κόσμος δεν είχε λεφτά»
«Ο πατέρας μου είχε στο χωριό κι ένα μαγαζί. Είχε και το ούζο, και το πιπέρι, και το αλάτι, και τα μακαρόνια, και όλα τα άλλα που χρειάζονταν. Τι μαγαζί ήταν; Ήταν απ’ όλα. Ήταν από τα σούπερ μάρκετ της εποχής. Είχε από μπογιές και χρώματα για τα ρούχα που ύφαιναν οι γυναίκες μέχρι σαρδέλες, κονσέρβες όλων των ειδών, ζαχαροειδή, μακαρόνια και ουζάκι για τους χωριανούς».
«Μετά το σχολείο, 15 χρονών, με πήρε στην Αθήνα ο μεγάλος αδερφός μου, ο Θεόδωρος – τον έχασα πριν από ενάμιση χρόνο. Στην αρχή έκανα διάφορες δουλειές. Και τι δεν έκανα να με ρωτάς. Και σε συνεργείο είχα δουλέψει, και σε σούπερ μάρκετ, και σε ψιλικατζίδικο, πήγα και στρατιώτης μετά και εν συνεχεία, το ’60 που απολύθηκα, ήρθα εδώ. Στην αρχή που είχαμε ανάγκη τα λεφτά, κάναμε και μερικές έξτρα δουλειές. Εγώ έκανα δειγματισμό της Μοτίβο (πουκάμισα και γραβάτες) σε μαγαζιά εμπορικά και είχαμε τότε τις περιοχές της Χαλκίδας και του Πειραιά».
«Το Au Revoir άνοιξε όσο εγώ ήμουν στρατιώτης, το ’58. Ήταν τότε ο Θεόδωρος στη βιβλιοθήκη της Βουλής, έκτακτος υπάλληλος. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση, τον έδιωξαν, και τότε πήγε και πήρε ένα ξενοδοχείο στην Τρίπολη, που όμως δεν “τράβηξε”, μόνο τον χειμώνα δούλευε με κάνα κυνηγό».
«Ξέρεις εμείς δεν πήγαμε να βγάλουμε λεφτά. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον χώρο μας με πελάτες σοβαρούς και να υπάρχει αξιοπρέπεια»
«Εν συνεχεία έβγαλε μια τουριστική σχολή και πήγε βοηθός μπάρμαν σε ένα τουριστικό ξενοδοχείο των Δελφών. Εκεί γνώρισε τον αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο, έναν από τους πιο καλούς που είχαμε, με ένα από τα καλύτερα αρχιτεκτονικά γραφεία της Γαλλίας. Του είπε ο Προβελέγγιος ότι θα τον βοηθήσει. “Μα εγώ δεν έχω λεφτά”, του είπε ο Θεόδωρος».
“Να δανειστείς μερικά για τα έξοδα που θα χρειαστείς μέσα. Εμένα δεν θα μου δώσεις δραχμή”, είπε ο Προβελέγγιος. Πράγματι τον βοήθησε και αυτός σκέφτηκε και το όνομα του μαγαζιού, το Au Revoir. Μετέπειτα έρχονταν φοιτητές αρχιτεκτονικής για να δουν το έργο του Προβελέγγιου [σ.σ. σχεδίασε όλη την εσωτερική διακόσμηση, από την οροφογραφία και το ανάγλυφο μπαρ από σκυρόδεμα μέχρι τα έπιπλα].
«Εγώ από όταν ήρθα έκανα τα πάντα εδώ, ό,τι χρειαζόταν. Τη δεκαετία του ’60 όλοι έπιναν Βότρυς, Καμπά και κονιάκ των 3 αστέρων. Ελάχιστοι ζητούσαν των 5 αστέρων. Απ’ όλα είχαμε εμείς βέβαια, αλλά ήταν τσουχτερές οι τιμές και ο κόσμος δεν είχε λεφτά».
«Εμένα μου άρεσε να πίνω το Σκρου Ντράιβερ, το Τζιν Φις, το ουίσκι Σάουρ, το Ολντ Φάσιον. Έχω δοκιμάσει κι απ’ τα καινούργια, αλλά δεν μου έφτιαξε κανείς κάποιο που να με ενθουσιάσει. Δοκιμάζω όμως να δω τι πράμα είναι»
«Παλιά ανοίγαμε και το μεσημέρι και φτιάχναμε μπιφτέκια και μακαρονάδες, και ομελέτα, που ήταν η σπεσιαλιτέ μας και ερχόταν κόσμος ειδικά γι’ αυτήν. Βάζαμε μπέικον, λουκάνικο, μπόλικα τυράκια και την τυλίγαμε. Αν μας ζητούσαν, είχαμε και από όλα τα κρασιά. Ό,τι υπήρχε σε ποτό το είχαμε. Είχαμε και κάτι λίγα κοκτέιλ εκείνη την εποχή: Τζιν Φις, Σκρου Ντράιβερ, Μπλάντι Μέρι, Μανχάταν».
«Φτιάχναμε δέκα κοκτέιλ, αυτά που ήταν της μόδας. Εγώ το Μπλάντι Μέρι δεν το πίνω, δεν μου αρέσει, αλλά είναι πάρα πολλοί που τρελαίνονται για το Μπλάντι Μέρι που φτιάχνουμε και έρχονται επί τούτω. Δεν τσιγκουνευόμαστε τα υλικά και την ποσότητα. Αν σας αρέσει το tomato juice, να σας φτιάξουμε ένα Μπλάντι Μέρι να το δοκιμάσετε. Εμένα μου άρεσε να πίνω το Σκρου Ντράιβερ, το Τζιν Φις, το ουίσκι Σάουρ, το Ολντ Φάσιον. Έχω δοκιμάσει κι απ’ τα καινούργια, αλλά δεν μου έφτιαξε κανείς κάποιο που να με ενθουσιάσει. Δοκιμάζω όμως να δω τι πράμα είναι».
«Ήμασταν από τους πρώτους που φέραμε ουίσκι και το μάθαμε στους Αθηναίους. Ξέρεις εμείς δεν πήγαμε να βγάλουμε λεφτά. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον χώρο μας με πελάτες σοβαρούς και να υπάρχει αξιοπρέπεια. Έρχονταν εδώ δημοσιογράφοι, συγγραφείς, κόσμος που σεβόταν τον χώρο και τους θαμώνες. Έρχονταν και πολλοί ηθοποιοί μετά τις παραστάσεις: Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος, Αυλωνίτης, Κοντού, Καλουτάδες».
«Το ’62 είχε έρθει μάλιστα και ο Φρανκ Σινάτρα. Ήταν στην Αθήνα για μια συναυλία στο Ηρώδειο. Τον είχαν φέρει μια δυο φορές εδώ σε εμάς. Είχε το δικό του ποτό –ένα μπουκάλι Τζακ Ντάνιελς– μέσα στο αμάξι και από αυτό έπινε. Ήταν βλέπετε άνθρωπος της Μαφίας και φοβόταν. Μπορεί να έφερνε το δικό του ποτό, αλλά πλήρωνε».
«Από μουσική παίζαμε τζαζ, λίγο ροκ, αλλά όχι δυνατά, για να μπορεί να μιλάει ο κόσμος. Στις 7 η ώρα ανοίγαμε και κλείναμε όταν έφευγαν οι πελάτες. Κλείναμε και στις 4, και στις 5 το πρωί, και ό,τι ώρα να ήταν. Είχαμε πελάτες που την ημέρα κοιμούνταν και το βράδυ ξενυχτούσαν. Είχαμε δημιουργήσει πολλές φιλικές σχέσεις με τους θαμώνες, αλλά όταν ήμασταν μέσα από την μπάρα, ο πελάτης ήταν πελάτης και τον φροντίζαμε. Υπήρχε εκατέρωθεν σεβασμός».
«Άμα δεν δίνεις δικαίωμα, δεν θα σου δώσουν δικαίωμα και οι άλλοι, και όπως σέβεσαι τον πελάτη, έτσι θα σε σεβαστεί και εκείνος. Εμείς δεν πίναμε την ώρα της δουλειάς. Αυτός που δουλεύει σε μπαρ κανονικά απαγορεύεται να πίνει, νόμος απαράβατος. Γιατί ο πελάτης δεν πίνει νεράκι, αλλά ποτό, και εμείς πρέπει να τον ελέγχουμε. Ένα ουισκάκι στο τέλος με λίγο πάγο έπινα, πριν φύγω. Τώρα πια πίνω ελεύθερα. Θα πιω και δύο, και τρία ουισκάκια».
«Μετά τη δουλειά δεν πολυβγαίναμε, γιατί δεν με έπαιρνε ο χρόνος. Πήγαινα όμως πού και πού να γνωρίσω κι άλλα μαγαζιά. Για φαγητό πηγαίναμε στα κλασικά μαγαζιά, για τις μπριζολίτσες, για τα σουβλάκια, για ειδικές μακαρονάδες. Στο σπίτι μαγείρευε συνήθως η κυρία Βίκυ [σ.σ.: η σύζυγός του], η μανούλα της, όλο και κάποιος υπήρχε».
«Η κυρία Βίκυ μαγειρεύει καταπληκτικά. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι από της Βίκυς τα χέρια. Γενικά πάντως είμαι καλόφαγος. Μόνο που τώρα τελευταία δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στα κρέατα, αλλά, εντάξει, δεν λέω όχι άμα είναι καμιά μπριζολίτσα ωραία. Πλέον δεν πολυβγαίνουμε κιόλας. Τώρα τελευταία μου αρέσει το κρεβάτι παραπάνω. Έχει κι ένα ωραίο μαγαζάκι κοντά στη θάλασσα εκεί που μένουμε στο Πόρτο Ράφτη, κι έχουμε κάνει μια ωραία παρεούλα πέντε έξι φίλοι και περνάμε τη μέρα μας εκεί και το βράδυ πάμε κανέναν περίπατο».