Το κείμενο «Χώμα ήμουνα» γράφτηκε για την ομότιτλη αρχαιολογική εσπερίδα, που διοργανώθηκε το Μάρτιο του ‘23 από τον σύλλογο Εταιρεία Φίλων Πολιτισμού και Αντιπτέρισης «Ηλιάς» στον χώρο πολλαπλών χρήσεων της Ιτέας Καρδίτσας. Στον ίδιο χώρο μαζεύτηκαν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι, για να είναι ασφαλείς, το βράδυ της μεγάλης πλημμύρας. Τότε, προσπαθήσαμε ακροθιγώς να πραγματευτούμε ένα ξέφτι της ιστορίας του τόπου μας, με αφορμή ένα γυναικείο ειδώλιο που βρέθηκε στην κοινοτική γη του Ηλιά, ενός μικρού χωριού του Δήμου Παλαμά που πρόσφατα θρήνησε θύματα και απερίγραπτες καταστροφές από τον μεσογειακό κυκλώνα Daniel.
Η τελευταία παράγραφος του κειμένου και μόνο αυτή, γράφτηκε σήμερα το ξημέρωμα, δεκατέσσερις ημέρες μετά την μεγάλη πλημμύρα. Οι γεωργοί έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το ξημέρωμα. Το εμπιστεύονται. Μα τούτο το νερό ξεπέρασε τα όρια της τελευταίας εκδοχής του πολιτισμού μας. Πολύ το νερό, πολλή η λάσπη, πολύ μεγάλη πλημμύρα. Τόσο μεγάλη… που ν’ «αποψυχάς»!
«οι άνθρωποι θέλουσιν αποψυχεί εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην!» (Λουκ.21:26)
«Χώμα ήμουνα»
– «Χώμα ήμουνα. Γερό υλικό το χώμα, σαν ψηθεί! Μόλις βγήκα από τον φούρνο έγινα κι άτρωτη. Ας λείπουν τ’ άκρα μου. Η ψυχή πάντα βρίσκεται στο πιο καλά φυλαγμένο μέρος, στο σώμα.
Πήρε μια απλοχεριά λάσπη και μ’ έπλασε. Του είχε πάρει τ’ αυτιά η μικρή του κόρη. Της είχε φτιάξει ένα σχεδόν όμοιό μου πριν από μένα, μα το ‘χασε στο ποτάμι. Σ’ όλα τα κορίτσια έφτιαχνε κι από ένα… Και στης γειτονιάς τα κορίτσια. Παλιά, όπως άκουγα από τους παλιότερους, δεν υπήρχαν γειτονιές, δεν υπήρχαν καν χωριά. Οι άνθρωποι πήγαιναν από δω κι από ‘κει για να βρουν να φάνε. Πολύ περίεργα θα ήταν τότε!»
– «Πότε έγινε αυτό;»
– «Εκατόν ογδόντα προγιαγιάδες πριν, ψηλά χαμηλά! »
– «Εκατόν ογδόντα γενιές δηλαδή;»
– «Ναι, εκατόν ογδόντα γενιές.
Άνοιξε το ντορβά κι είδα για πρώτη φορά το στερνοπούλι τους. Χαμόγελα μέχρι τ‘ αυτιά, γέλια να σε ξεκουφαίνουν. Με πήγαινε μ’ έφερνε, μ’ έδειχνε σ’ όποιον αντάμωνε. Με κοίταζε αποβραδίς κλείνοντας τα βλέφαρά της, με κοίταζε και το πρωί, στο άνοιγμά τους. Όλη μέρα έπαιζε μαζί μου.
Έπαιζαν και τα κουτάβια όμως, έτσι μικρό που ήμουνα. Στο παιχνίδι ενός κουταβιού έχασα το δεξί μου πόδι. Τσακίστηκε πέφτοντας πάνω σε μια πέτρα που έσπαζαν τα ξηροκάρπιά τους. Στον τόπο που έχει μόνο χώμα, έπεσα κι έχασα το χέρι μου πάνω σε μια πέτρα. Δεν θα το φανταζόμουνα ποτέ, μα το τυχαίο της ζωής είναι ισχυρότερο όλων των προβλέψεων.
Κλάματα, κακό, φασαρία! Ήθελε το χέρι στη θέση του. «Καλά, όταν έχω χρόνο θα στο φτιάξω» έλεγε ο δόλιος ο πατέρας που ήταν καλός μάστορας. Εκείνα τα χρόνια, οι αγγειοπλάστες είχαν μεγάλη πέραση, ένεκα που τα μέταλλα δεν είχαν βγει ακόμη στο φως κι οι καλοί τεχνίτες δε, ακόμη μεγαλύτερη, καθ’ ότι ο άνθρωπος πάλευε με την αισθητική καιρό και πλέον είχε άποψη. Η ομορφιά μπορούσε να αναπλαστεί. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι όταν καλύψουν το κενό της πείνας, ασχολούνται με τις υπόλοιπες απουσίες της ζωή τους. Αν πεινάς, το ανάλατο θα σε πειράξει;
Η δική μου μοίρα πάντως προδιαγράφηκε στο παιχνίδι εκείνου του κουταβιού. Παλιότερα δεν είχαν σκύλους, αλλά όταν τους εξημέρωσαν έγινε η ζωή τους ασφαλέστερη και το κυνήγι τους αποτελεσματικότερο, οπότε τους κράτησαν και στα αγροτόσπιτά τους. Πολύ αργότερα, έφεραν και τις γάτες για να φυλάνε τα σιτηρά από τα ποντίκια. Έτσι έκαναν από τότε. Όταν συναντούσαν ένα πρόβλημα έψαχναν κι έβρισκαν λύσεις.
Μετά το ατύχημα πάντως, με παράταγε ώρες πολλές, μέχρι και μέρες. Για κάμποσα φεγγάρια έγινα και σφοντύλι, ενώ ο πατέρας της έφτιαξε ένα άλλο, λίγο διαφορετικό, μα της άρεσε και γέλαγε ασταμάτητα και μ’ αυτό. Πολλά τα ειδώλια εκείνον τον καιρό της πρώτης γεωργίας. Είχε και πιο μεγάλα μεγέθη από ‘μένα. Κάτι τεράστια, που οι άνθρωποι σκύβανε μπροστά τους και λέγανε κάτι ακατάληπτα κοιτώντας και τον ουρανό, καμιά φορά και σε παραλήρημα.
Σαν σφοντύλι, ήταν ήσυχη η ζωή μου… Αν και έβλεπα ανάποδα τον κόσμο, καθώς μ’ είχαν κρεμάσει από το πόδι μου το αριστερό γιατί ήθελαν χαμηλά το κέντρο βάρους στον αργαλειό τους. Αμέτρητα τα ζωντανά που έδωσαν το μαλλί τους για ρούχα και στρωσίδια. Πολλές κι οι ζωές που πέρασαν μπροστά μου! Τα παιδιά μ’ έπαιζαν κιόλας, όταν ο αργαλειός ήταν σε ξεκούραση. Τα παιδιά πάντα έπαιζαν μ’ ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, οι μεγάλοι όχι. Σ’ ένα τέτοιο παιχνίδι βρέθηκα στο βάλτο κι ησύχασα για λίγο καιρό. Τι λίγο δηλαδή; Ενενήντα γενιές! Τρεις χιλιάδες χρόνια, που λέτε κι εσείς όταν μετράτε το χρόνο.
Τα χωριά τράνευαν γρήγορα από ‘κείνο τον καιρό τον παλιό… Είχαν έρθει και τα μέταλλα κι ευκόλυνε η ζωή τους κι άλλο. Κι αφού δεν τους έφτανε η γη, άρχισαν τις αποξηράνσεις των ελών. Τότε ξαναβγήκα στο φως! Μια κυρά, που λασπογυρνούσε στα καινούργια χωράφια, με πήρε στα χέρια της, με καθάρισε προχείρως και μ’ έβαλε στο ταγάρι της. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, τι με ήθελε».
– «Πότε έγινε αυτό;»
– «Ενενήντα προγιαγιάδες πριν, ψηλά χαμηλά! »
– «Ενενήντα γενιές πριν, δηλαδή;»
– «Ναι, ενενήντα γενιές πριν! Με διακόπτεις όμως και χάνω το νήμα. Όταν έχω καιρό να πω κάτι στοιχισμένα, δυσκολεύομαι. Θέλω να τα πω όλα μονομιάς! Αυτόν τον καιρό πάντως που είδα ξανά τον κόσμο, άλλος κόσμος βέβαια, παρατηρώ ότι το ίδιο κάνουν κι ετούτοι οι άνθρωποι. Δεν μιλάνε γι’ αυτό που τους συμβαίνει… Αν κι εδώ που τα λέμε, και τότε και τώρα ο φόβος, είναι πάντα φόβος κι η χαρά, χαρά!
Συνεχίζω. Είχα μείνει στο ταγάρι της κυράς.
Τι είχε όμως στο νου της να με κάνει; Δε θα το βρεις όσο κι αν σκεφτείς! Άκου!
Το ένα από τα τρία πόδια στην πυροστιά της, αυτή που είχε στο μπουχαρί, είχε ψιλολιώσει από τη φωτιά και της καιγόταν τα φαγητά από τη μια μεριά του νταβά. Τα είχαν αυτά τα σίδερα, με τόσους νοματαίους και τόσα τσουκάλια που πήγαιναν κι έρχονταν. Πόσο ν’ αντέξουν; Εγώ όμως ήμουν το τέλειο υποστήριγμα σε ένα καυτό περιβάλλον. Μια φορά ψημένη, για πάντα ψημένη!
Μ’ έβαλε μπρούμυτα κάτω από το κουτσό πόδι κι ήρθε η κουζίνα στα ίσα της. Δεν έμεινα πολύ στην καινούργια θέση βέβαια, γιατί ακόμη ένα σιδερένιο πόδι έβγαλε ζημιά… Κι έφτιαξαν καινούργια πυροστιά, ενώ η παλιά νομίζω πως έγινε καρφιά για τα δοκάρια της σκεπής. Έτσι έκαναν τότε, τίποτε δεν πήγαινε χαμένο, οπότε κι εγώ βρέθηκα ανάμεσα σε πολλά ακόμη σπασμένα κεραμικά στο θόλο ενός καινούργιου φούρνου, χάνοντας βέβαια κεφάλι, δεξί χέρι και αριστερό πόδι, μα ήμουν ένα σπάραγμα του καινούργιου σπιτικού.
Εκεί έμεινα άλλες δεκαπέντε γενιές, περίπου. Κρατούσαν πολλά χρόνια τότε οι φούρνοι γιατί κάθε άνοιξη τους παλάμιζαν, να διώξουν τις πληγές του χειμώνα. Εκεί κι αν ένιωσα τη ζέστη… της ζωής τους! Όταν είναι χορτασμένοι, γελάνε κι αγαπάνε περισσότερο!»
– «Πότε έγινε αυτό;»
– «Εβδομήντα πέντε προ γιαγιάδες πριν, ψηλά χαμηλά! »
– «Εβδομήντα πέντε γενιές πριν, δηλαδή;»
– «Ναι, εβδομήντα πέντε! Στο γκρέμισμα του φούρνου, έχασα και το τελευταίο άκρο μου. Ήμουν, όπως είμαι και τώρα, με κάποιες παραπανίσιες αμυχές βέβαια. Ο φούρνος γκρέμισε, αφού έφυγαν οι άνθρωποι μπας και γλυτώσουν από την αρρώστια τη μεγάλη. Τα άλλα ζωντανά δεν ενοχλήθηκαν καθόλου από την απουσία των ανθρώπων και τα προβλήματα υγείας τους! Έφτιαξαν το δικό τους κόσμο… Όμορφος κι αυτός! Είδα γέννες και γουργουρητά από γάτες και γατσούλια. Αχειροποίητες φωλιές πουλιών και θρυλικές μάχες για τα αυγά τους. Άσε τα έντομα. Μιλιούνια! Σιγά σιγά με τον καιρό, καμιά τριανταριά γενιές πάνω κάτω, κατέβηκα από το θόλο μου κι άγγιξα το θρόνο μου.
Σίμωσα άλλη μια φορά το χώμα που με γέννησε και ξαναμπήκα στη ζεστή αγκαλιά του.»
– «Πότε φώλιασες πάλι στη γη;»
– «Σαράντα πέντε προ γιαγιάδες πριν, ψηλά χαμηλά! »
– «Σαράντα πέντε γενιές πριν, δηλαδή;»
– «Ναι, σαράντα πέντε! Εκεί έμεινα μέχρι που ήρθαν οι μελισσοκόμοι. Έχουν πολύ πλάκα οι μελισσοκόμοι! Αναθάρρεψα κάπως τότε, γιατί οι μελισσάδες φοβούνται τη φωτιά, καθώς το καλοκαίρι που φέρνουν τα μελίσσια τους στην κοινή γη του Ηλιά, τα χόρτα είναι κίτρινα κι ένα γόνα. Μια σπίθα αρκεί να γίνει η ζημιά. Πριν φέρουν λοιπόν τα ζωντανά τους, έβαζαν κάτι μηχανήματα… θεριά ανήμερα, που έσβηναν το χρονιάρικο κόπο των φυτών, μέχρι να πεις κύμινο, μέχρι να φανεί το άκαυτο το χώμα.
Όλο κι ανασκάλευαν το γύρω μου, να και λίγο ακόμη, αχά και λίγο ακόμα… Να ‘σου κι ο Μήτσος ο γεωργός, που τότε ήταν και μελισσάς, με το τρακτέρ του το κόκκινο το ασημί το μάσεϊ φέργκιουσον, να τραβάει καλλιεργητή και να φέρνει τα κάτω πάνω. Εκεί έφαγα μια τελευταία και πισώπλατη χαρακιά από το υνί του. Μα ήρθα στο φως, μαζί με μια αμάζα μαυρόι*, φυσικά! Ήλιος και ζέστα που λιώνει ό,τι λιώνεται. Ώσπου μια μέρα ξημέρωσα στη σκιά. Θαύμα, που λέτε κι εσείς.
Την προηγούμενη τη νυχτιά, μια φασαρία ένα κακό, φωνές, φορτηγά. Από τη μια «Έλα… έλα… κάνε πίσω, ώπα! Καλά είσαι, δέσε» και τέτοια κι από την άλλη, χαμός από ζουζουνητά. Έφεραν καμιά τριακοσαριά κυψέλες και μία πιστρώθηκε δίπλα μου. Αυτό ήταν! Σκιά καταμεσής της ίσιας γης από ένα κουτί με έντομα! Ομολογώ ότι με εξέπληξε αυτή η σκιά, η μικρή σκιά, αυτή η παντελής έλλειψη δέντρων. Αλλιώς θυμόμουνα τον τόπο! Πάντα έβγαζα επιφωνήματα θαυμασμού όταν έβγαινα στο φως από βάλτους, νερά και χώματα, αλλά χωρίς δέντρα; Αυτό δεν θα το φανταζόμουνα! Πολλή η κάψα, παρόλο που… μια φορά ψημένη, για πάντα ψημένη!
Σε μια τέτοια κάψα του μεσημεριού ξανάρθαν τα πουλάκια μου οι μελισσάδες, χωρίς πολύ φασαρία αυτή τη φορά, γιατί είχαν λιώσει από το κάμα! Εκεί στη φούρια της δουλειάς και του ιδρώτα, ένας τους με είδε. Με καθάρισε προχείρως και μ’ έβαλε στην τσέπη του, όπως είχε κάνει κι η κυρά της πυροστιάς, όπως κι ο πατέρας ο αγγειοπλάστης.
Όταν συμβαίνει αυτό… κάπως μεγαλώνω! Τη στιγμή που με κοιτάνε και αμέσως με φυλάνε σε τσέπες και ταγάρια, νογώ και την αξία μου, την ιστορία μου. Το ‘χω δει και στους ανθρώπους αυτό. Χρειάζονται τους άλλους για να αναστοχαστούν τη ζωή τους!
Μ’ έδειξε και στους υπόλοιπους μασκοντυμένους. Η έκπληξή τους ανιστόρητη. Κάναν και γλέντι για χάρη μου, αν και δε θέλουν και πολύ για γλέντια και φαγοπότια σ’ αυτή την ίσια γη! Με τηρούσαν και με ξανατηρούσαν, μα πώς να με χορτάσουν; Πως να ξεκρίνουν τα χιλιάδες χρόνια που πέρασαν απαναθιό μου; Με κράτησαν λίγο καιρό και μια βροχερή μέρα του Φθινοπώρου με παρέδωσαν στους αρχαιολόγους, καθώς μετά από συζήτηση αποφάσισαν ότι δεν ανήκω σε εκείνους που με βρήκαν, μα σ’ όλους που πάτησαν τούτη τη γη!
Οι αρχαιολόγοι με κοίταξαν και με ξανακοίταξαν, μ’ άλλα μάτια αυτοί, πιο ερευνητικά. «Ειδώλιο νούμερο 221025» μ’ ονόμασαν. Με γυρόφεραν από κτίρια σε κτίρια, με μέτρησαν, με ζύγισαν και με ανέλυσαν, κι αποφάσισαν ότι ήμουν πολύ σπασμένο το καημένο, για να έχω θέση στα μουσεία, στα μουσεία μας. Είχαν ήδη πολλά κι αρτιμελή στο μέγεθός μου, οπότε μ’ έδωσαν πίσω στους μελισσοκόμους που μ’ αντάμωσαν, στον τόπο που πλάστηκα, στον τόπο που γεννήθηκα».
– «Πότε ήρθαν οι μελισσοκόμοι;»
– «Φαγώθηκες! Σκάρτα μία γενιά! Πριν εικοσιεπτά χρόνια ήρθαν οι μελισσοκόμοι στη μεριά του Ηλιά και πριν τρία χρόνια το υνί του Μήτσου με ξανάβγαλε στο φως της ίσιας γης, εκατόν ογδόντα γενιές μετά τη γέννησή μου. Ένας προπροπάππος, ένας εκατογδοηκοστός προπάππος, που γεννήθηκε κι αυτός εδώ τρουΐρου, μ’ έπλασε για συντροφιά και παιχνίδι της μικρής του κόρης.
Τόσο απλά, τόσο παλιά, τόσο κοντά…
Τώρα μ’ έχουνε σε ένα βιβλιοστάσι, απέναντι απ’ την πόρτα του σπιτιού για το καλωσόρισμα. Στο από κάτω ράφι έχει ένα φιδοπουκάμισο, μια μαρμάρινη προτομή του Αριστοτέλη, ένα ραδιόφωνο κι ένα ανοιχτό καρύδι με το βαμβάκι του… Βιολογικό εσοδείας 2021. Συγκλονιστική παρέα. Μου ‘χουν κι όνομα. Ηλιάς! Δε θα το φανταζόμουνα ποτέ!
Όπως δε φανταζόμουνα και την πλημμύρα των προηγούμενων ημερών. Φοβήθηκα, να σου πω την αλήθεια. Δε φοβήθηκα μη πέσω από το ράφι και χαλάσω από το νερό. Μια φορά βρεγμένη, για πάντα βρεγμένη! Φοβήθηκα μην ξαναβρεθώ σ’ αυτόν το δυσβάστακτο μετεωρισμό χώματος και νερού. Δεν υποφέρεται η λάσπη για πολύ καιρό σε τούτους τους ίσιους τόπους κι ας φέρνει ζωή, στο μέτρο που της αναλογεί. Παρόλο που έχω δει αμέτρητες φορές τη μεταμόρφωση της ανθρώπινης τραγωδίας σε κωμωδία, παρόλο που γνωρίζω με βεβαιότητα ότι θα ξανάρθει η χαρά, η τωρινή δυστυχία είναι εδώ και τώρα. Το βλέπω παντού γύρω μου! Αυτή η γνώση είναι που με στενοχωρεί περισσότερο. Η λάσπη στις ψυχές των ανθρώπων είναι αλογάριαστη και δεν καθαρίζει ούτε γρήγορα ούτε εύκολα κι ας υπάρχει η σιγουριά πως όλα θα σιάξουν με τα χρόνια και τον κόπο τους.»
*αμάζα μαυρόι: ένα κομμάτι σκούρου χώματος