«Στη σημερινή Κέρκυρα το περίφημο αυτό γλυκό παστίτσιο είναι σχεδόν άγνωστο. Λίγοι Κερκυραίοι το έχουν ακουστά και ακόμα λιγότεροι το έχουν δοκιμάσει. Είναι τόσο σπάνιο, γιατί είναι πολύ μπελαλίδικο στην παρασκευή και πολύ χρονοβόρο. Αυτά γιατί δεν είναι ένα απλό φαγητό, είναι ένα μνημειώδες κατασκεύασμα που σημαδεύει τις σπάνιες περιστάσεις της δημιουργίας του. Όταν βρίσκεις αναφορές σε αυτή την πίτα ή μπαλαντίν, βορειοϊταλικής προέλευσης, η έμφαση πάντα δίνεται στον ασυνήθιστο συνδυασμό γλυκού και αλμυρού, στη μεγάλη ποικιλία των συστατικών, στη διήμερη διαδικασία της προετοιμασίας, στον κόπο και στο κόστος… Κανείς δεν μιλάει για νοστιμιά. Περιμένεις η διήγηση να καταλήξει με κανένα “…και γλείφαμε τα δάχτυλά μας…”, αλλά τίποτα… Σιωπή. Τον παλιό καιρό, όταν προσφερόταν σε κάποια μεγάλη γιορτή, συνήθως γάμο ή βαφτίσι αρχοντικό, ήταν ως επίδειξη πλούτου και ισχύος. “Να, εμείς σπίτι μας τρώμε πέντε είδη κρέατος και έχουμε και σπάνια ζάχαρη και πανάκριβα μπαχαρικά…” Αυτό που έμενε ανεξίτηλο στη μνήμη παιδιών και μεγάλων ήταν η ιεροτελεστία της παρασκευής ή οι διηγήσεις της. Σε παλιά βιβλία βρίσκουμε τα εξής συστατικά: κοτόπουλο ψητό, τσίχλες ολόκληρες μαγειρεμένες με κρασί και σκόρδο, συκωτάκια πουλιών, κεφτεδάκια τηγανητά, λουκάνικο χωριάτικο, πανσέτα και αυγά σφιχτά ολόκληρα. Αφήστε, δε, γάλα, κρέμα, βούτυρο, τυρί και αυγά χτυπημένα. Η συνταγή που ακολουθεί είναι σημερινή προσαρμογή δική μου».