Είναι γλυκιά, μαγιάτικη η βραδιά και τα γριγρί επιστρέφουν στον τόπο τους. Ένα σύννεφο από πεινασμένους γλάρους τα ακολουθεί ίσαμε το μικρό λιμανάκι του Σιγρίου, κάνοντας μεγάλο σαματά. «Ξέρω το γιατρικό, θ’ αγναντεύω για πολλή ώρα τη θάλασσα. Είναι ο τόπος των θεών. Εκεί θα πάω να ζήσω, Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στον γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει, ίσως για πάντα…» εξομολογείται ο Αλμπέρ Καμί το 1959 στον φίλο του, τον Λέσβιο διανοούμενο, ψυχίατρο, Άγγελο Κατακουζηνό.
Το μικρό ψαροχώρι, γνωστό κυρίως για το Απολιθωμένο Δάσος του (και το ομώνυμο μουσείο), βρίσκεται στην άλλη άκρη του νησιού, σε απόσταση περίπου 90 χιλιομέτρων από τη Μυτιλήνη. Παρθένος τόπος, αληθινό ησυχαστήριο, που γνώρισα για πρώτη φορά όταν πήγα εκεί νύφη, πριν από 16 χρόνια, και έζησα σε ρυθμούς αλλοτινών εποχών. Για ψώνια υπάρχουν όλα κι όλα δύο παντοπωλεία, ένας φούρνος, ένα μικρό μανάβικο και, ανάλογα με την ημέρα, αριβάρουν δύο αυτοκινούμενα μανάβικα, ένας ψαρομανάβης και βέβαια τα καΐκια που ξεψαρίζουν στο λιμάνι.
Μια μικρή, σύντομη ιστορία έχει το Σίγρι, του οποίου οι κάτοικοι είναι εμιγκρέδες κυρίως από τα Χουχλιά, την Τένεδο και το Αϊβαλί. Μέχρι το 1923 που κατέφτασαν στο χωριό με την ανταλλαγή πληθυσμών, το μεγάλο ποσοστό των μόνιμων κατοίκων του ήταν Τούρκοι. Έκτοτε, ψαράδες και ναυτικούς έβγαζε αυτός ο τόπος, καλοφαγάδες που τρώνε ψάρια και θαλασσινά αυτούσια, χωρίς πολλά πολλά, τηγανητά ή ψητά, και βέβαια και παστά για το ουζάκι τους.
Τα μεζεκλίκια προέκυψαν στη διάρκεια των χρόνων κυρίως για να διαχειριστούν την περίσσεια της ψαριάς, να μην πάνε χαμένα τα αλιεύματα και, φυσικά, να συντροφεύσουν το ούζο. Πιο μερακλίδικα δεν έχω φάει αλλού: κουκιά βραστά και χόρτα βουνίσια, τηγανητές πίνες και κολυφάδες (ανεμώνες της θάλασσας), χουχλίδια (σαλιγκάρια της θάλασσας) και καβουράκια πιλάφι, όστρακα και σβιρνιές (αβρωνιές).