Γεννήθηκα στον Αρτεμώνα το 1960. Εκεί μεγάλωσα, έβγαλα το Δημοτικό και μία τάξη από το Γυμνάσιο. Δεν έφυγα ποτέ από τη Σίφνο. Ο πατέρας μου, ο Γιάννης Ναρλής, ήταν αγρότης και πετροκόπος, που έβγαζε πέτρες για να φτιάχνει στέρνες, και μας ήθελε να δουλεύουμε στα χωράφια. Κι έτσι μείναμε δύο κορίτσια εδώ και ο αδερφός μου πήγε στην Αθήνα και σπούδασε. Έμαθα να μαγειρεύω από τη μάνα μου, τη Φλώρα Γεωργούληׄ. Ήταν πολύ ερωτευμένοι οι γονείς μου, 72 χρόνια μαζί, κι ό,τι ήταν να της πει ο πατέρας μου, της έλεγε πρώτα ένα τραγούδι. Και ύστερα παντρεύτηκα κι εγώ, 19 χρονών, τον άντρα μου τον Απόστολο Λεμπέση, που ήταν κι αυτός από τον Αρτεμώνα, ναυτικός, έξι χρόνια πιο μεγάλος από μένα. Όταν κάναμε τα δυο παιδιά μας, ξεμπάρκαρε και έπιασε δουλειά στον δήμο. Αργότερα φτιάξαμε κι ένα συγκρότημα με δωμάτια.

Η Σίφνος των δύο ταχυτήτων. Στο όμορφο νησί θα πετύχουμε συνωστισμό, αλλά και τοποθεσίες-ησυχαστήρια.

Δύο παραδοσιακές τέχνες της Σίφνου: η πιλοποιία και η κεραμική. Τα σκιάδια είναι τα ψάθινα καπέλα των Σιφνιών.

Tα σιφνέικα περίτεχνα κεραμικά σκεύη είναι και διακοσμητικά και χρηστικά.

Μεγαλωμένη στα περιβόλια και στα ζώα

Το Μαρώ!

Λωλή (γλυκιά κολοκυθόπιτα) και Μελόπιτθα (όπως λένε τη μελόπιτα οι Σιφνιοί)

«Οι γονείς μου είχαν περιβόλια εδώ στο Κάτω Πετάλι και πουλούσαν λαχανικά, ρεβύθια, φασόλια, είχαμε ζώα, κάναμε τυριά, είχαμε πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, αγελάδα και μουλάρι».

Οι γονείς μου είχαν περιβόλια εδώ στο Κάτω Πετάλι και πουλούσαν λαχανικά, ρεβύθια, φασόλια, είχαμε ζώα, κάναμε τυριά, είχαμε πρόβατα, κατσίκια, γουρούνια, αγελάδα και μουλάρι. Έρχονταν στο χωράφι ο κόσμος να ψωνίσει κι έλεγαν πάμε στην μπουτίκ για ψώνια, γιατί ήταν όλα πανάκριβα επειδή ήταν βιολογικά, αλλά τη συμπαθούσαν τη μάνα μου γιατί έκανε πειράγματα και τους έδινε κεράσματα. Όταν μεγαλώσαμε κι εμείς, πηγαίναμε με το γαδούρι και μετά με το μηχανάκι και πουλούσαμε τα προϊόντα σε όλο το νησί, και ψωνίζανε αυτοί που δεν είχαν, γιατί ο περισσότερος κόσμος κάτι είχε στο σπίτι του από τα χωράφια του. Εκείνα τα χρόνια είχαμε πολύ και την ανταλλαγή προϊόντων. Παίρναμε μέλι, που δεν είχαμε εμείς μέλισσες, ο τσαγκάρης έπαιρνε λαχανικά και μας έκανε παπούτσια. Ακόμα και τώρα το κάνω εγώ. Έρχεται κάποιος και μου κουρεύει τα πρόβατα κι εγώ του δίνω πράγματα από το περιβόλι. Έρχεται άλλος και μου κάνει μεροκάματο, μου ξεχορταριάζει και του δίνω εγώ μυτζήθρες, μανούρες φρέσκες και γυλωμένες στου γλυκού κρασιού τη γύλη. Πάντα υπήρχε αυτό, και είναι ωραίο. Όχι πως δεν έχουμε χρήματα, αυτή την περίοδο έχει λεφτά όλος ο κόσμος, γιατί υπάρχουν δουλειές, εφόσον υπάρχει τουρισμός και πολλή κίνηση. Αλλά είναι ωραίο να έρθει ο άλλος να κάνει μια δουλειά και να πάρει, λόγου χάρη, το τυρί του.

Οι θρυλικοί ρεβυθοκεφτέδες της Σίφνου

Καππαροσαλάτα σιφναίικη και Μαστέλο, το αρνί γάστρας της Σίφνου.

«Τον χειμώνα πάω για ψάρεμα, πιάνω σμέρνες, χταπόδια, καλαμάρια, απέξω με πετονιά».

Έχω πάρα πολλά ζώα, καμιά δεκαπενταριά πρόβατα και καμιά τριανταριά κατσίκες, έχω πολλά κουνέλια, γουρούνια έχω τρία, γαλοπούλες, καμιά πενηνταριά κότες, από όλα τα ζωντανά. Και στους μπαξέδες από όλα φυτεύουμε. Και κρεμμύδια, και ντομάτες, και αγγούρια, και κολοκύθια, ραδίκια, παντζάρια, σέσκουλα, και σκόρδα έχω βάλει φέτος, τα ποτίζω από τη γεώτρηση. Και ρεβύθια βάζω, αλλά αυτά δεν είναι ποτιστικά. Εφέτος είναι χάλια τα πράγματα, ούτε τον σπόρο δεν θα βγάλω, έχει ανομβρία μεγάλη. Είναι πολύ μικρό αυτό το ντόπιο ρεβύθι κι είναι στεκούμενο, δεν ψήνεται δηλαδή έτσι εύκολα όπως του εμπορίου. Κι είναι γλυκό και νόστιμο, όπως είναι και ο φάβας, που είναι πάρα πολύ ωραίος, καμία σχέση με του εμπορίου. Ίσως να είναι το χώμα που γίνεται τόσο ωραίο, ίσως που δεν χειριζούμαστε και λιπάσματα και βάνουμε μόνο κοπριές, ίσως η ξηρασία, που δεν έχει πολύ νερό να γίνουν μεγάλα κι έτσι είναι πιο γευστικά… Προς το παρόν αισθάνομαι ακόμα δυνατή για να συνεχίζω να φυτεύω.

Μπάμιες με τα κολοκύθια

Για πόσο θα υπάρχουν ακόμα ρεβύθια και θα ανάβουν οι ξυλόφουρνοι;

Βλέπω ότι υπάρχουν και λίγοι νέοι άνθρωποι, ντόπιοι, που έχουν αρχίσει πάλι να ασχολούνται με τη γη. Ρεβύθια δεν βάζουν πολλοί, τρεις-τέσσερις πρέπει να είναι όλοι κι όλοι. Παλιά βάζανε όλοι, όλοι είχαν τα ρεβύθια της χρονιάς τους. Τώρα οι μεγάλοι άνθρωποι έχου πεθάνει και οι μικροί έχουν ξενιτευτε κι έχουν μάθει άλλες δουλειές, έχουν δώσει τα κτήματα δεξιά και αριστερά σε άλλους που δεν ξέρουν να τα καλλιεργήσουν, και τα πιο πολλά έχουν μείνει χέρσα για να βόσκουν τα ζώα. Θα μπορούσαν όμως να φυτεύουν και παράλληλα να κάνουν και τις άλλες, πιο κερδοφόρες δουλειές, αφού από το να πας να σκάβεις, να βγάλεις 100 κιλά ρεβύθια, να πάρεις ένα κατοστάρικο… ήντα να πάρεις. Όμως, άμα δεν το κάνουν, θα χαθούν όλα, οι επόμενοι δεν θα ξέρουν πια ούτε να φυτέψουνε ούτε να σπείρουνε και να κουκίσουνε που λέμε εμείς. Αλλά είμαι αισιόδοξη ότι η παράδοσή μας δεν θα χαθεί ποτέ, θα υπάρχει πτώση και μείωση, αλλά δεν θα χαθεί.

Ρεβυθάδα στο τσικάλι

«Εκείνα τα χρόνια είχαμε πολύ και την ανταλλαγή προϊόντων. Παίρναμε μέλι, που δεν είχαμε εμείς μέλισσες, ο τσαγκάρης έπαιρνε λαχανικά και μας έκανε παπούτσια».

Εγώ είμαι από τους λίγους που έμειναν κι ανάβουν ξυλόφουρνο. Βάζω καμιά ρεβυθάδα και κάνα μαστέλο για τα μαγαζιά που δεν έχουν ξυλόφουρνο και για κάνα τραπέζι που μαζεύονται και θέλουν να κάνουν κάτι παραδοσιακό που δεν ξέρουν να το μαγειρέψουν. Ε, και ασχολούμαι και εδώ με τα δωμάτια με την κόρη μου. Εννέα δωμάτια έχω εδώ, αλλά από πέρυσι ασχολείται πιο πολύ η κόρη μου κι εγώ κάνω τις πιο χοντρές δουλειές. Είμαστε όμως ομάδα. Οι τουρίστες που μένουν σε εμένα βλέπω ότι ψάχνουν να μάθουν και να δοκιμάσουν τα τοπικά. Το νησί μας είναι λίγο ακριβούτσικο, αλλά δεν μας λείπει ο τουρισμός και ο κόσμος που έρχεται εδώ ξοδεύει, είναι αποφασισμένος ότι θα χαλάσει χρήματα.

Τον χειμώνα στο ψάρεμα και στους καφενέδες

Τον χειμώνα πάω για ψάρεμα, πιάνω σμέρνες, χταπόδια, καλαμάρια, απέξω με πετονιά. Ε, μου αρέσουν και τα καφενεδάκια, μου αρέσουν οι παρέες, πίνω και τα κρασιά μου, και τα τσίπουρά μου. Πάω όποτε πάει η παρέα. Έχω εκεί πέρα κάμποσους που είναι πιο μεγάλοι από μένα και μαθαίνω πράγματα, μου λένε για την παλιά ζωή που έκαναν εκείνα τα χρόνια και μου αρέσει να τους ακούω. Πάμε στην Απολλωνία και στον Αρτεμώνα, γιατί τον χειμώνα κλείνουν τα πιο πολλά μαγαζιά. Μας βγάζουν και μεζεδάκια, κάνα τυράκι, καμιά πατάτα τηγανητή, καμιά φετούλα, ντοματούλα, να πλευρώσει με το τσίπουρο. Ε, κοπανάμε και δυο-τρία καραφάκια τσίπουρο. Τώρα βέβαια που έχουν ανοίξει και κάτι ωραία ταβερνάκια, μας βγάζουν και κάνα πιο καλό φαΐ. Εγώ πάω και πράγματα στα μαγαζιά αυτά και κάθομαι κιόλας να φάω, μου αρέσει να κάτσω να πιω ένα κρασί, κι όλο και κάποια παρέα θα βρω κι εκεί.

Στην Αθήνα πάω μόνο για κάνα γιατρό, καμιά βόλτα, φεύγω και για καμιά κρουαζιέρα. Ξεκουράζεσαι λίγο, γιατί όσο μένεις εδώ δεν περνάει μία μέρα που να μην κάνεις κάτι. Αφού πρέπει να πας στα ζώα, μπορείς να μην πας στα ζώα; Αλλά κι όταν φεύγω, πάλι ο νους μου είναι εδώ.

Άντε, χάρηκα που σας γνώρισα, ωραία περάσαμε. Απόψε έχω φούρνο και θα αργήσω να τελειώσω. Άμα φουρνίσω, μετά είμαι κι εγώ κουρασμένη, αλλά, ε, όσο για κάνα πιοτουδάκι, κάπου θα το πιούμε. Περνά εκεί κάνας γνωστός, πίνουμε ένα, λέμε τα νέα της ημέρας, λέμε τις υποθέσεις μας, που κούρεψα τα πρόβατά μου, και θυμόμαστε που παλιά τα πηγαίναμε και τα πλέναμε στη θάλασσα. Τώρα απαγορεύτηκαν αυτά που κάνει τόσος κόσμος μπάνιο. Έχουμε πέντε-έξι παραλίες, άμα τις ερημάξουμε με τα πρόβατα, τι θα έρθουνε να κάνουνε οι τουρίστες, να μας δούνε;

 

Δείτε εδώ τις συνταγές που μας έδωσε η Σιφνιά μαγείρισσα Μαρώ Λεμπέση-Ναρλή:

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 221.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών
MHT