Η φακή είναι σίγουρα ένα από τα λίγα όσπρια που γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες, μαζί με το ρεβίθι, τον φασίολο, τις ροβίτσες αλλά και τη φάβα και τα λούπινα, που ακόμη σερβίρουμε την Καθαρά Δευτέρα, διατηρημένα σε θαλασσινό νερό, για να ξεπικρίσουν και να ’ναι μαλακά. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσω τα κουκιά που παρεμπιπτόντως περιλαμβάνουν 2 – 3 είδη, εκ των οποίων το ένα είναι γνωστό ως φούλι, από την αντίστοιχη αιγυπτιακή λέξη. Για τις φακές Εγκλουβής Λευκάδας, σε τιμή χαβιαριού, κοντά στα 20 ευρώ το κιλό, πρέπει να πω ότι είναι τόσο λιγοστή και σπάνια που λίγοι την έχουν δοκιμάσει. Όσο για τον σίδηρο της φακής, απορροφάται λίγο καλύτερα από τον οργανισμό, αλλά, ως γνωστόν, τουλάχιστον από τους γιατρούς, είναι απαραίτητη η παρουσία της βιταμίνης C στο έδεσμα για να μπορέσουμε να πάρουμε τον σίδηρο. Άρα, αν είμαστε υπέρμαχοι της φυσικής υγείας, θέλουμε τις φακές με λεμόνι, άρα σαλάτα, ζεστή ή κρύα.
Τα ’χουμε ξαναπεί, αλλά ας τα θυμίσουμε: Η φακή ταιριάζει με οποιαδήποτε καπνιστή γεύση, γι’ αυτό και τη συνιστώ με κομμάτια σύγλινου ή με απάκι ή με καπνιστά λουκάνικα ή λούτζα. Της ταιριάζει πάρα πολύ δίπλα στη μαλακή υφή της η παρουσία τραγανών κομματιών (κοτσάνια σέλινου, μαϊντανού, κρεμμύδι, τριμμένο καρότο). Το ξίδι που προσθέτουμε συχνά στις φακές δεν είναι τυχαίο, αλλά δεν είναι απαραίτητο. Έχουμε ξαναπεί, επίσης, ότι οι αρχαίοι λάτρευαν τους πουρέδες που ονόμαζαν έτνη. Τολμήστε ένα έτνος (πουρέ) φακής. Κι αν χρησιμοποιήσετε πολύχρωμες φακές, μπορείτε να παίξετε με τα χρώματα στο πιάτο σας. Αντίθετα με όλα τα άλλα όσπρια, η φακή δεν χρειάζεται ούτε μούλιασμα ούτε πολλά βρασίματα. Είκοσι λεπτά καλού βρασίματος, χωρίς αλάτι, αρκούν. Αλατίζουμε στο τέλος. Της φακής, αντίθετα με τα φασόλια, δεν της πάνε πολύ τα καυτερά, αν και περί ορέξεως… μπούκοβο!