Πάνε πέντε χρόνια από τότε που η Trattoria Casa Bianca πήρε τη θέση της ανάμεσα στα διαφόρων τύπων μαγαζιά που είναι παραταγμένα στην οδό Καραϊσκάκη. Δεν είχε τύχει όμως να πάω μέχρι πρόσφατα, που την επιμέλεια του μενού ανέλαβε ο πολύ καλός σεφ Πάνος Γιακαλής και στην κουζίνα μπήκε ο νεαρός, επί χρόνια συνεργάτης του, Nίκος Τζώρτζης – ο αδερφός του, Δημήτρης Τζώρτζης, ανέλαβε τη σάλα. Ο χώρος είναι μεγάλος και, με έναν περίεργο τρόπο, σε κάνει να νιώθεις ότι είσαι ταυτόχρονα μέσα κι έξω. Το μπροστινό κομμάτι με τη τζαμαρία και την πέργκολα έχει αίσθηση βεράντας, που συνεχίζεται και στο βάθος, με την πέργκολα να επανέρχεται σε μια αίθουσα ντυμένη με φλοράλ ταπετσαρίες. Στο ενδιάμεσο, εκεί καθίσαμε εμείς, βρίσκεται η ανοικτή κουζίνα κι απέναντί της βιβλιοθήκες φορτωμένες με γλαστράκια και παλιά βιβλία. Στα ράφια βλέπεις από χοντρόδετους νομικούς τόμους και την Ιστορία της Ανθρωπότητας της Unesco, που μια εποχή υπήρχε σε κάθε σπίτι, μέχρι Καζαντζάκη. Αυτό βέβαια, που εντέλει θα διαβάσεις, καθισμένος σε έναν από τους καφετί καναπέδες ή σε κάποια από τις καρέκλες που έχουν στην πλάτη τους βιενέζικη ψάθα, είναι το μενού.
-
Ο κατάλογος που έχουν συνδιαμορφώσει οι δύο σεφ είναι πλούσιος σε επιλογές. Έχει ορεκτικά, φρέσκα ζυμαρικά και μερικά κυρίως πιάτα, άλλα κλασικά/ρουστίκ, άλλα πιο σύγχρονα, πίτσα σε διάφορες εκδοχές και, για συνοδεία, ελληνικά και ιταλικά κρασιά. Κινείται εν γένει σε βατά μονοπάτια, με μερικά πιο παιχνιδιάρικα στοιχεία εδώ κι εκεί. Εμείς ξεκινήσαμε με μοσχάρι καρπάτσιο, το οποίο είχε για παρέα σοταρισμένα μανιτάρια, κομματάκια αγκινάρας τουρσί, ρόκα και παρμεζάνα. Ήταν πολύ καλό. Επίσης ωραίος ήταν ο λιτός συνδυασμός της salsiccia (φρέσκο λουκάνικο, στην προκειμένη μοσχαρίσιο) με τραγανά τσιγαριαστά χόρτα, που κρατούσαν τη ζωντάνια τους, με λίγη φρέσκια ντομάτα και λίγο σκόρδο. Και τη σαλάτα με το πλιγούρι την προτείνω. Με αχλάδι, κράνμπερι, ρόδι, λιναρόσπορο, κάσιους, λεπτοκομμένο ραπανάκι και ένα δροσερό dressing εσπεριδοειδών με λίγο, τόσο-όσο, μέλι σε περνάει όμορφα στα επόμενα.
Στα τραγανά arancini με την γέμιση μοτσαρέλας η κουζίνα την χάνει λίγο την ισορροπία. Το τυρί κυριαρχεί του ρυζιού, τα καραμελωμένα κρεμμύδια δεν τους προσθέτουν κάτι κι η σάλτσα που τα συνοδεύει, amatriciana, παρότι νόστιμη, είναι πολύ πυκνή και δυσκολεύεται να τα «συναντήσει». Αν ήταν πιο ρευστή, θα τους πήγαινε πιο πολύ. Τα νιόκι al pomodoro είναι ευχάριστη επιλογή για όποιον θέλει κάτι απλό κι απέριττο -ποιος να πει όχι σε ντομάτα και παρμεζάνα;- κι η πιο πληθωρική καρμπονάρα καλοφτιαγμένη. Η cremacotta-αναφορά στον Φαμπρίτσιο Μπουλιάνι, ένα ιδιαίτερο επιδόρπιο με βελούδινη υφή, ανάμεσα σε πανακότα και κρεμ καραμελέ, γράφει γλυκό φινάλε με γεύση πορτοκαλιού, λικέρ πικραμύγδαλου και καραμέλας και σε κερδίζει με την πρώτη κουταλιά. Το σερβίρισμά της, βέβαια, παίζει κι εκείνο στο ταμπλό του… εν τω πολλώ το ευ – το παγωτό βανίλια που έχει δίπλα της δεν το χρειάζεται καθόλου. Το άφησα στην άκρη κι έπιασα το ποτηράκι με το ντιζεστίφ που πρότεινε ο Δημήτρης, ο οποίος είναι φοβερά φιλικός κι εξυπηρετικός. Ήταν ό,τι πρέπει.