Η Κυριακή Βασσάλου, editor του περιοδικού Ταξίδια της Καθημερινής, επιλέγει τα αγαπημένα της μέρη για φαγητό στα όμορφα Σφακιά.
Αχ, τα Σφακιά. Αν και το χωριό μου βρίσκεται στον Αποκόρωνα των Χανίων, ήτοι στα βόρεια του νομού (θα επανέλθω στο μέλλον), τα Σφακιά, ο άγριος κρητικός Νότος είναι αγάπη μεγάλη. Ο τόπος που επιστρέφω κάθε χρόνο έστω και για λίγες ώρες, εκτός και αν οι μέρες και η παρέα το επιτρέπουν και η μονοήμερη εκδρομή εξελιχθεί σε πολυήμερη. Στα Σφακιά, το μενού είναι απλό, λιτό και… θαυματουργό. Περιλαμβάνει το σφακιανό· τσιγαριαστό κρέας δηλαδή, αρνί ή κατσίκι, που όσο πιο φουριάρικο (άγριο) τόσο πιο νόστιμο είναι και που το μόνο που χρειάζεται για πετύχει είναι καλό κρέας, αναθρεμμένο στις Μαδάρες (στα Λευκά Ορη δηλαδή), αλάτι, λάδι και λίγο κρασί. Και φωτιά.
Σφακιανή πίτα, η ξακουστή.
Ο τόπος δεν παράγει πολλά. Ο,τι έχουν μάθει όμως να φτιάχνουν μέσα στα χρόνια οι άνθρωποί του, είναι αυθεντικό και νόστιμο, όπως τα σφακιανά παξιμαδάκια με γλυκάνησο, που συνοδεύουν υπέροχα τον καφέ ή η γραβιέρα με μέλι -ο γκουρμέ κρητικός συνδυασμός που «εφευρέθηκε» χρόνια πριν για να σβήνει την αψιά γεύση που αποκτά η γραβιέρα όταν παλαιώνει. Κάπως έτσι μπήκε το μέλι και στη σφακιανή πίτα, τη γνωστή λεπτή, λεπτότατη μυζιθροπιτούλα που τρώγεται για πρωινό, αλλά και ως επιδόρπιο στο τέλος των υπόλοιπων γευμάτων της μέρας. Με τη σφακιανή πίτα συμβαίνει κάτι παράξενο. Αν και την έχω δοκιμάσει σε πολλά μέρη, σε κρητικά μαγαζιά στην Αθήνα αλλά και στα Χανιά (εννοώ στην πόλη και γενικώς τη βόρεια μεριά του νομού), πουθενά μα πουθενά δεν ήταν τόσο λεπτή και νόστιμη όσο η πιτούλα που φτιάχνουν οπουδήποτε στα Σφακιά. Λες και για να φτιάξεις καλή σφακιανή πίτα πρέπει να έχεις και σφακιανό DNA. Δεν αστειεύομαι. Και γι΄αυτό δεν έχω να σας προτείνω να πάτε σε συγκεκριμένο μέρος, καφέ η ταβέρνα, για να τη δοκιμάστε. Παντού στην περιοχή είναι καλή.
Τα Σφακιά εκτείνονται στα νότια του νομού Χανίων, καλύπτοντας μια πολύ μεγάλη γεωγραφική έκταση, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των άγριων Λευκών Ορέων· από τις ψηλότερες κορυφές ώς το απότομο κατέβασμά τους προς το απέραντο Λυβικό, με τη Γαύδο και τη Γαυδοπούλα να αχνοφαίνονται στο βάθος. Με αυτή τη θέα και αγάπη προς τις θάλασσες της περιοχής, η εκδρομή μου περνάει οπωσδήποτε από τις παραλίες. Εχουμε και λέμε: Στη Χώρα Σφακίων επισκέπτομαι δύο από τους καλύτερους φούρνους της Ελλάδας, τον Ντουρουντού (τηλ. 28250-91.270, www.ntourountous.gr) με τις μοντέρνες μεταξύ άλλων συσκευασίες, και τον Βοτζάκη (τηλ. 28250-91.332, www.sfakia-crete.gr). Δεν τους ξεχωρίζω, γιατί και από τους δύο αγοράζω παξιμάδια και παξιμαδάκια (καβρουμάδες), κριθαροκουλούρες, απίστευτα κριτσίνια και φανταστικά μπισκότα (που δίνω και στο δίχρονο γιο μου). Και οι δύο ακολουθούν παραδοσιακές συνταγές, ενώ πειραματίζονται και με πιο «καινούργια» (παλιά δηλαδή) υλικά, όπως το χαρουπόμελο, το χαρουπάλευρο, η βρώμη κ.λπ. Με προμήθειες από τους φούρνους, θα πεζοπορήσετε οι θαρραλέοι (ή θα πάτε με σκάφος οι υπόλοιποι) ώς την παραλία Γλυκά Νερά, θα πιάσετε μια καλή σκιά κάτω από τα θεόρατα αλμυρίκια και θα απολαύσετε το μπάνιο και το σνακ σας. Κι αν πεινάσετε και πάλι, υπάρχει πάντοτε αυτή η καντίνα πάνω στο νερό(!) που είναι ό,τι πρέπει για ένα πιάτο φαΐ από ό,τι έχει το τσικάλι της οικογένειας γι’ αυτούς και τους πελάτες τους ή πιο απλά για έναν πλούσιο ντάκο με μια δροσερη μπίρα πριν πάρετε το καραβακι της επιστροφής είτε για τη Χώρα Σφακίων είτε για το Λουτρό.
Το Λουτρό είναι το επόμενο παραλιακό χωριό, και το πιο αναπτυγμένο τουριστικά της περιοχής, με πρόσβαση μονάχα από τη θάλασσα (εκτός και αν ανήκετε στη συμπαθή κατηγορία των πεζοπόρων). Εδώ θα έρθετε για να μείνετε μια-δυο μέρες, γιατί θα σας αρέσει πολύ και γιατί, παρά το συνωστισμό ακόμα και τον Σεπτέμβριο και τη σχετική στενότητα λόγω των πολλών μαγαζιών και δωματίων, θα κολυμπήσετε σε θαυμάσια νερά και θα φάτε εξαιρετικά. Το πρόγραμμα έχει ως εξής: Το μεσημέρι θα έρθετε στο παραλιακό εστιατόριο Ηλιος (τηλ. 28250-91.460 -που η μαμά μου λέει ότι έχει φάει τις νοστιμότερες τηγανητές πατάτες της ζωής της!) για μακαρονάδα με θαλασσινά, κακαβιά και για τα μαγειρευτά της Ζαφειρένιας, της μητέρας του Νίκου και του Γιώργου που θα σας σερβίρουν. Τα μαγειρευτά της θα τα βρείτε όλα στην μπροστινή βιτρίνα -λίγο 80s αισθητική, αλλά δεν πειραζει, γιατί τίποτα δεν είναι χθεσινό. Κι αν είναι (ας πούμε, το τελευταίο κομμάτι μπουρέκι του ταψιού), η ίδια θα φροντίσει να σας το πει. Μαζί της στην κουζίνα και η συμπαθέστατη Στέλλα -να τα λέμε όλα!
Το δε βράδυ -κι αυτός είναι ένας πολύ καλός λόγος για να μείνετε στο Λουτρό- θα αναζητήσετε λίγο πιο μέσα στο χωριό την ταβέρνα Στρατής (τηλ. 28250-91.348). Είναι απορίας άξιο πώς αυτοί οι αυθεντικά βουνίσιοι άνθρωποι διατηρούν την ταβέρνα τους σε ένα χωριό παραλιακό. Ισως επειδή τα όρη δε βρίσκονται και πολύ μακριά, είναι η απάντηση, και εξηγούμαι: η οικογένεια του Σίφη που θα σας σερβίρει είναι κτηνοτρόφοι που σημαίνει ότι όλα τα κρεατικά είναι δικά τους. Εδώ θα φάτε καλοψημένα παϊδάκια, το ωραιότερο σπιτικό σύγκλινο της Κρήτης και οπωσδήποτε αυγά με στάκα, βλήτα για σαλάτα και χορτάρινα ή μυζηθρένια καλιτσούνια από τα άξια χέρια της κυρίας Παντελίτσας. Τσικουδιά για το τέλος, κουβεντολόι με το Σίφη και η βραδιά αργεί να τελειώσει, το σύνηθες εδώ πέρα.
Το τσιγαριαστό του Χρυσόστομου.
Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, αναζητείστε το θαλάσσιο ταξί που θα σας μεταφέρει στα Μάρμαρα, τη μικρή παραλία που καταλήγει το φαράγγι της Αράδαινας. Και ελάτε για πρωινό στην καντίνα που διατηρεί ο Χρυσόστομος, με το τόσο καλό φαγητό που η χάρη του έφτασε ώς τις ταξιδιωτικές σελίδες της Guardian πέρυσι το καλοκαίρι. Πού αλλού θα μπορούσατε να φάτε, άλλωστε, τόστ με ψωμί ζημωτό που φουρνίζουν οι ίδιοι; Ομελέτα αλβανική με γιαούρτι το πρωί στα must, ενώ το μεσημέρι το μενού έχει το ωραιότερο τσιγαριαστό της περιοχής, εξαιρετικό μπουρέκι, κατσικάκι στον ξυλόφουρνο, φουρνιστό ζυμωτό ψωμί (να μην τα ξαναλέμε), φρεσκοτηγανισμένους λουκουμάδες για επιδόρπιο και… μια αναμνηστική φωτογραφία για το άλμπουμ του Χρυσόστομου και για να λέτε ότι έχετε περάσει κι εσείς από εδώ! Αν κάποια στιγμή χωνέψετε, μπορείτε να κάνετε και μια βουτιά στα βαθυγάλανα νερά που θα χαζεύετε κατά τ’ άλλα από ψηλά, καθισμένοι στα τραπεζάκια της καντίνας.
ΥΓ. Αν δε φτάσετε ποτέ στα Μάρμαρα, την κουζίνα του Χρυσόστομου μπορείτε να την απολαύσετε στα Χανιά, όπως έχουμε γράψει εδώ.