Πριν καθιερωθεί από τους Ρωμαίους ο Ιανουάριος ως πρώτος μήνας του έτους, την πρωτιά είχε ο Μάρτιος και η πρωτομηνιά του ήταν και πρωτοχρονιά.
Ως μήνας που άνοιγε το νέο έτος, ήταν μήνας μεταβατικός και τα έθιμά του -που επικράτησαν και μετά την αλλαγή του ημερολογίου κι έφτασαν μέχρι τις μέρες μας- ήταν ανάλογα: οι γυναίκες έσβηναν τη φωτιά της εστίας το προηγούμενο βράδυ και την 1η Μαρτίου άναβαν νέα και καθάριζαν τα σπίτια για το καλωσόρισμα της νέας χρονιάς με επωδούς όπως: «Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα οι νοικοκυροί, όξω Κουτσοφλέβαρε, μέσα Μάρτης και χαρά και καλή νοικοκυρά». Ο Μάρτης έφερνε και τις Δρίμες, δαιμονικά των νερών που εμφανίζονταν κυρίως τις τρεις πρώτες ημέρες του μήνα. Αλίμονο σε όποιον έκοβε ξύλα εκείνη την ημέρα! Οι Δρίμες τού τα σάπιζαν. Ούτε ρούχα έπλεναν, οι Δρίμες τα έλιωναν. Κι έχει κι άλλες αναποδιές ο Μάρτης, με κυριότερη την καιρική του αστάθεια, για την οποία πίστευαν ότι οφείλεται στις δύο γυναίκες του, μια όμορφη μα φτωχή και μια άσχημη και πλούσια, με τις οποίες κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι και ανάλογα με το ποια κοιτά κάθε φορά ακολουθεί κι ο καιρός.
Ο Μάρτης είναι μήνας «ανοιξιάτης» και φέρνει τα χελιδόνια. Έτσι, από τα πανάρχαια χρόνια καθιερώθηκαν την Πρωτομαρτιά τα «χελιδονίσματα», έθιμο κατά το οποίο τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας και γυρνούσαν στις γειτονιές λέγοντας τραγούδια, τα «χελιδονίσματα», με στίχους σχεδόν απαράλλαχτους από τότε. Ο Μάρτης φέρνει και τις πρώτες ζεστές ημέρες και παλιά πίστευαν ότι τότε πέφτει κάρβουνο από τον ουρανό στη γη και τη ζεσταίνει – ένας τρόπος να κατανοήσουν τη μεταβολή του καιρού και της θερμοκρασίας. Η εαρινή ισημερία πλησιάζει, ο ήλιος καίει, κι έτσι, για προστασία, τα παιδιά και οι νέες κοπέλες φορούν τον «Μάρτη», ένα βραχιολάκι από κόκκινη και λευκή κλωστή, που το βγάζουν όταν δουν το πρώτο χελιδόνι και το κρεμούν σε ένα κλαδί δέντρου για να το πάρουν τα χελιδόνια.
Η στρυφνή κυρά-Σαρακοστή
Ο Μάρτης δεν λείπει από τη Σαρακοστή, την πιο αυστηρή νηστεία του χρόνου για την υποδοχή του Πάσχα και της Ανάστασης και του καταλυτικού τους νοήματος: την απόλυτη νίκη της ζωής ενάντια στον θάνατο. Παλιότερα, που η νηστεία τηρούνταν από όλους, το διάστημα αυτό έμοιαζε ατέλειωτο και άπαντες ανυπομονούσαν να φτάσουν στο τέρμα. Για να μετρήσουν αυτό το διάστημα, σχεδίαζαν σε χαρτί και έκοβαν τη μορφή μιας καλογριάς. Τα χέρια της σταυρωτά, σε προσευχή, χωρίς στόμα λόγω της νηστείας. Της έφτιαχναν και επτά πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της Σαρακοστής, και κάθε Σάββατο έκοβαν από ένα, μέχρι να φτάσει το Πάσχα.
Η δροσιά των βλασταριών
Η 25η Μαρτίου, η μεγαλύτερη γιορτή της Σαρακοστής, πέφτει την εποχή που εμφανίζονται τα πρώτα τρυφερά βλαστάρια των δημητριακών και η συγκινητική παράδοση λέει πως αυτή τη μέρα, την ώρα που σκάνε οι βλαστοί από το χώμα, φιλούν τη μητέρα τους τη Γη και την αποχαιρετούν: «Έχε γεια, μανούλα μας, πάμε να μας φάνε οι λύκοι», οι άνθρωποι δηλαδή. Κι εκείνη, σοφή και άχρονη, τους απαντά θλιμμένη: «Στο καλό να πάτε, κι αν οι λύκοι σάς τρώνε, εγώ τους τρώω στο τέλος», αφού αναπόδραστα στη γη θα γυρίσουμε όλοι. Όμως υπάρχει και μια πιο γοητευτική πλευρά εδώ. Την ημέρα του Ευαγγελισμού, αχάραγα, οι κοπέλες σηκώνονταν και πήγαιναν στα σταροχώραφα. Αγκάλιαζαν τα δροσερά βλαστάρια του σταριού και έπλεναν τα πρόσωπά τους με τις δροσοσταλίδες στις κορφές τους, για να πάρουν τη δροσιά και τη φρεσκάδα τους. Ακόμη και τα θλιβερά κόλλυβα του Ψυχοσάββατου, του πρώτου Σαββάτου της Σαρακοστής (των Αγίων Θεοδώρων), που βράζουμε για τη μνήμη των νεκρών μας αγαπημένων, ήταν μια χαριτωμένη αφορμή για να μαντέψουν οι κοπέλες την τύχη τους. Έβαζαν κρυφά κάτω από το μαξιλάρι τους τρία ή εννέα σπόρια από τα κόλλυβα τούτα και στον ύπνο τους θα έβλεπαν το αγόρι που θα παντρεύονταν.
Σαράντα φύλλα, σαράντα λογιών χόρτα
Η Σαρακοστή δεν είναι μια φτωχή σε εδέσματα εποχή. Την ημέρα των Αγίων Σαράντα (αριθμός θρησκευτικά μαγικός), στις 9 Μαρτίου, οι γυναίκες έφτιαχναν πίτα με 40 φύλλα ή με σαράντα λογιών χόρτα – άφθονα αυτόν τον καιρό. Έσπερναν και βασιλικό για να γίνει «σαραντάκλωνος», φουντωτός και μυρωδάτος. Ειδικό φαγητό της Σαρακοστής είναι και το ποντιακό «ξινοφάι», καμωμένο με ρεβύθια, φασόλια, κάστανα και σταφίδες, βρασμένα μαζί με πλιγούρι για να χυλώσουν, αλλά και ζάχαρη και πετιμέζι. Στη συνέχεια το μείγμα αυτό τσιγαρίζεται σε λάδι μαζί με καραμελωμένα κρεμμύδια.