Σε ένα απίθανο πουθενά της πόλης, η Ταβέρνα των Φίλων. Μέσα στην πυκνή αστική κοιλάδα του Κολωνού, γωνία Άργους και Αλαμάνας, δεν είναι πιάτσα, δεν είναι πέρασμα. Μια νέα ζωή εντοιχίστηκε στο προϋπάρχον μαγαζί με το ίδιο όνομα, διατηρώντας το χειροπιαστό παρελθόν του. Δεν το έγδυσαν από την υπάρχουσα ύλη, τοποθετήθηκαν μέσα σε αυτή ήσυχα και σεμνά. Κανένα ντιζάιν στούντιο δεν ξεδίπλωσε εδώ τη φιλόδοξη αισθητική του και δόξα τω Θεώ. Καμία φασαίικη ξεπατικωσούρα. Αυτή η ελαφριά ακινησία είναι μια κίνηση οικονομική και αισθητική, και οπωσδήποτε ιδεολογική. Βλέπω μπαλώματα στο παλιό δάπεδο, τους πέτρινους τοίχους, παλιομοδίτικες απλίκες. Η κουζίνα, ως σκευή, άλλαξε. Στρώθηκαν επίσης μαλακά λευκά τραπεζομάντιλα, μπήκαν φρέσκα κουρτινάκια (είχε παλιά; δεν θυμάμαι), λεπτά ποτήρια του κρασιού. Γούστο παλιάς ψυχής, δηλαδή το ώριμο, χειροποίητο γούστο του ντιλετάντη που φροντίζει όλα να είναι φροντισμένα και όμορφα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕδώ τρώμε τις πιο ωραίες τηγανητές πατάτες της Αθήνας (και όχι μόνο)Εδώ τρώμε τις πιο ωραίες τηγανητές πατάτες της Αθήνας (και όχι μόνο)

Ένα ανάλαφρο μαγαζί είναι η Ταβέρνα των Φίλων, με το ωραίο όνομα και την ανεπιτήδευτη ομορφιά. Δεν είναι πιάτσα, δεν είναι πέρασμα. Είδα μεγάλες οικογένειες, παρέες με κοστούμια, είδα λίγους φασαίους, πολλούς ανθρώπους κανονικούς. Η ίδια απροσποίητη ευγένεια και η καλοσύνη τούς περιβάλλει όλους. Δεν ναρκισσεύεται το μαγαζί για να κεντρίσει το ενδιαφέρον, δεν πουλάει μούρη, πολλά νέα μαγαζιά το κάνουν, και αυτό μας βαραίνει. Ενώ η ευγένεια, η ευγένεια μας χωράει όλους.

Στο Παρίσι, στη Ρώμη, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις βρίσκεις ακόμη τέτοια ανυπόκριτα κουλ μαγαζιά. Στην Αθήνα, όλο και σπανιότερα.

Σε ένα απίθανο πουθενά της πόλης, μια αυθεντική εμπειρία ελληνικού φαγητού. Σεμνού, μετρημένου. Σεμνού και ηλεκτρισμένου. Μαγειρεμένου με ακάματο κέφι. Το κέφι και η ομορφιά ξεχειλίζουν μέσα από τις ραφές της κουζίνας. Ρέουν σαν βάλσαμο στα τραπέζια μέσα και έξω από το μαγαζί, τονώνουν τον κουρασμένο πελάτη. Κοκοράκι με αγκινάρες και αρακά α λα πολίτα. Χταπόδι με πατάτες. Λουκάνικο καμωμένο από χέρια που ξέρουν με κρασάτη μελιτζάνα. Προσφυγάκια στο τηγάνι με καρυδοσκορδαλιά. Χοιρινό με γίγαντες Πρεσπών. Χριστόψαρο αχνιστό με λαχανικά. Καλαμάρι στα κάρβουνα με σπανακόρυζο. Λυθρίνια στα κάρβουνα με μαραθόριζα και σπαράγγια σαλάτα. Φάβα, τυροκαυτερή. Βλίτα με κολοκυθάκια. Απλά, κανονικά, σωστά, ιδεώδη θα έλεγα, δηλαδή απλά και καλομαγειρεμένα. Μια κουζίνα που δείχνει την καταγωγή της, το βάθος χρόνου από όπου έρχεται, μια κουζίνα παλιά και απολύτως νέα. Παραδοσιακή και δυναμική. Χωρίς παρωπίδες, χωρίς τζιριτζάντζουλες, με ιδέες και πετάγματα. Ανάρια, ελαφριά, μια κουζίνα που σε θρέφει, σε στεριώνει, σε ευφραίνει, μια κουζίνα που σου κάνει καλό. Όλα αυτά που είναι η ελληνική κουζίνα. Καμιά φορά αρκεί ένα πιάτο καλομαγειρεμένο και καλοσερβιρισμένο φαγητό για να ξυπνήσει μέσα σου η αισιοδοξία. Ψωμί πυκνό, ζυμωτό, ελληνικό, σπάνιο κι αυτό πια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΜια κρυμμένη ψαροταβέρνα-διαμάντι κάπου στο ΘυμάριΜια κρυμμένη ψαροταβέρνα – διαμάντι κάπου στο Θυμάρι 

Η λίστα του κρασιού, ανεπιτήδευτη, μια γουστόζικη βεντάλια του ελληνικού αμπελώνα, ευωδιάζουν τα ποτήρια καλά κρασιά που βρίσκεις εδώ γιατί είναι καλά, όχι για άλλους λόγους. Οι τιμές ανθρώπινες, ανάλογες της ποιότητας και μάλλον προς τα κάτω ή τόσο όσο.

Ιδιοκτήτες ο μάγειρας Γιάννης Μούσιος και ο σομελιέ Γιώργος Κοντορίζος.

Σε αυτό το απίθανο πουθενά της πόλης, η Ταβέρνα των Φίλων είναι, θα έλεγα, ο ορισμός του ελληνικού εστιατορίου, εδώ συναιρούνται στοιχεία κεφάτης ταβέρνας, θρεπτικού μαγειρείου, φινετσάτου αστικού εστιατορίου. Χωρίς κόπο, χωρίς οίηση, χωρίς να λένε ή να δείχνουν με άλλους τρόπους ότι κάνουν κάτι σπουδαίο. Χωρίς να μας κουράζουν. Δεν είναι πιάτσα, δεν είναι πέρασμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣΕσείς πόσα λουλούδια λέτε να φάτε αυτό το καλοκαίρι;Εσείς πόσα λουλούδια λέτε να φάτε αυτό το καλοκαίρι;

Ένα νέο φωτάκι σε μια παλιά γειτονιά, η Ταβέρνα των Φίλων σού επιβάλλει τη σεμνότητά της. Σε εγκαρδιώνει με την ομορφιά της. Είναι το πιο ελαφρύ μαγαζί της Αθήνας, ελαφρύ σαν πέταγμα μικρού πουλιού. Καθισμένος σε μια καρέκλα στο πεζοδρόμιο, το βλέπω να ανεβαίνει πάνω από τον Κολωνό και να δείχνει τον δρόμο. Να ανοίγει την προοπτική μας. Η αυλή απέναντι θα ανοίξει και αυτή σε λίγο τα φτερά της.

Το πιο ελαφρύ μαγαζί της πόλης, μια ανάσα μέσα στην ασφυκτική ζωή μας, και ένας αθηναϊκός ρεμβασμός. Μια χαραμάδα που σε αφήνει να δεις την πιθανότητα ενός αισιόδοξου μέλλοντος για το πολύπαθο άστυ μας.

Στο ποτήρι μου, ο Ροδίτης Nature του Τετράμυθου βοηθά στη συναίσθηση του μικρού θαύματος.

 

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 219.

Βραβεία Ποιότητας

Δες ανά κατηγορία τα βραβεία των προηγούμενων ετών
MHT