Κάπου κάπου, στη χάση του φεγγαριού, τις ώρες που το σκοτάδι σμίγει ουρανό και γη, κάνω μια γυροβολιά καταμεσής στον ίσιο τόπο του θεσσαλικού κάμπου.
Κάπου κάπου διαβάζω ότι η γεωργία συμμετέχει στο ελληνικό ΑΕΠ κατά περίπου 4%. Αλλού διαβάζω ότι, αν συνυπολογίσουμε και τις εφοδιαστικές αλυσίδες εισροών και προϊόντων, συμμετέχει κατά περίπου 15 με 20%.
Κάπου κάπου, στα μισακά μιας καλοκαιρινής νύχτας, όταν το δροσερό αεράκι των βουνών καλοπιάνει την ανάσα μου, βλέπω τα σταροχώραφα να κυματίζουν και τα φώτα των καμποχωριών να πλάθουν νησιά και λιμάνια. Τι και αν είναι η Συκεώνα, η Ιτέα, η Αστρίτσα, ο Ηλιάς; Να η Σέριφος, η Ίος, η Αμοργός, η Ηρακλειά. Τα φωτάκια των πομόνων* σαν φουνταρισμένα καΐκια που ανασέρνουν την ψαριά τους.
Κάπου κάπου, υπάρχουν εστιατόρια στην Ελλάδα, όλο και περισσότερα, που σερβίρουν φαγητά με τοπικές πρώτες ύλες, καταστήματα τροφίμων που διαθέτουν παραδοσιακά προϊόντα, υπερμάρκετ με γωνιές προϊόντων του τόπου, ξενοδοχεία που το πρωινό τους έχει ντόπιο μέλι απ’ τα λουλούδια της περιοχής. Στη σκληρά δοκιμαζόμενη Ιταλία αγγίζει τα όρια της ιεροσυλίας το σερβίρισμα πρωινού χωρίς προσούτο ή γκοργκοντζόλα. Στα όρια της βλασφημίας η κοπή πίτσας χωρίς μοτσαρέλα. Οι Ιταλοί ξενοδόχοι αγοράζουν το 70% των προϊόντων που σερβίρουν από Ιταλούς γεωργούς, που φυσικά είναι οργανωμένοι κάτω από μεγάλους συνεταιρισμούς και εταιρείες παραγωγής και εμπορίας.
Κάπου κάπου, εκεί στη σκοτεινιά της θάλασσας του κάμπου ακούω φωνές παιδιών που παίζουν στους μεριάδες** , ακούω μουσική από τη σύναξη της θεραπείας των μουσών στο διπλανό νησί, στο κοντινό χωριό, ακούω στη θάλασσα του χώματος ξεριζωμένες λέξεις και προτάσεις και αριθμούς, και ανοίγει ο ορίζοντας και έρχεται ο λόγιος Ερμής και μαζεύει τους αμόλυντους από τα γράμματα να τους συμβουλευτεί και να τους φανερώσει.
Κάπου κάπου αγοράζω και τσένταρ, γιατί μου αρέσουν και τα ξένα κασέρια απ’ τα πέρατα της γης. Εκεί που σφάζονται στην ποδιά της φέτας μας παλικάρια μεγάλων εταιρειών. Εκεί, στους ναούς της σύγχρονης τροφής… μπροστά στα ράφια. Εκεί που νιώθω ότι είμαι ο καραβοκύρης του χεριού μου, ο κυρίαρχος μιας απόφασης που αντιμετώπισε τις πληροφορίες και σάλεψε την κίνηση τη σωστή. Εκεί που το κάπου κάπου δεν αρκεί… και μπλαβιάζει στην ανισόρροπη έλλειψη σχεδιασμού.
Κάπου κάπου τα αλλάζω τα νησιά… κατά το δοκούν, κατά πού κοιτάζω, κατά πού θέλω να δω.
Άνω κάτω μπορώ να κάνω τη γεωγραφία της έναστρης πελαγίσιας πελασγικής νυχτιάς. Ακόμη και τις ψαρόβαρκες αλλάζω. Σήμερα δεν ποτίζει ο Θοδωρής, δεν βγήκε για αθερίνα ο Στρατής.
Κάπου κάπου, δεν βαστώ. Κλείνω τα βλέφαρά μου και ονειρεύομαι. Πάντα, μα πάντα όμως, ακόμη και όταν μισόκλειστα υπομένουν τον καυτό ήλιο, εκείνο που δεν μπορώ να ανταλλάξω είναι αυτό που ακολουθεί. Το ξημέρωμα… που τα ξεσέρνει όλα στη θέση όπου τ’ άφησα στο σούρουπο. Η θάλασσα είναι μιάμιση ώρα δρόμος από δω. Η απόσταση ανάμεσα στον νου που επιθυμεί και στο χέρι που εκτελεί στο ράφι, είναι ίση με την απόσταση του νου που αποφασίζει και του χεριού που κρατά το γεμάτο ταγάρι. Όσο απέχει μια απαγγελία στη βραδινή θάλασσα του κάμπου από το καθημερινό ελληνικό τραπέζι μας.
* Οι πομόνες είναι στροβιλαντλίες νερού που ανασύρουν το νερό από μεγάλο βάθος, για το πότισμα των χωραφιών. Στον κάμπο τα περισσότερα χωράφια έχουν μικρά οικήματα που στεγάζουν τον ηλεκρομηχανολογικό εξοπλισμό της πομόνας. Οι γεωργοί εγκαθιστούν κάποιο χρωματιστό φως ψηλά στο οίκημα, ώστε, αναλόγως του χρώματος, να γνωρίζουν από μακριά την ομαλή λειτουργία του συστήματος άρδευσης. Λευκά, μπλε, κίτρινα, κόκκινα. Η Πομόνα ήταν ρωμαϊκή θεά της καρποφορίας, ενώ στην Πομόνα της Καλιφόρνιας η εταιρεία The Pomona Pump Co κατασκεύασε στις αρχές του 20ού αιώνα τις πρώτες αντλίες αυτού του είδους και έκτοτε όλες οι στροβιλαντλίες νερού αποκαλούνται από τους γεωργούς, πομόνες.
** Μεριάς: κοινοτική γη, περιφερειακά των χωριών.