«Ένα ζουμερό ροδάκινο ξεπλυμένο στη θάλασσα είναι το γλυκό που απαιτεί το ελληνικό καλοκαίρι. Έχει την ίδια αναζωογονητική επίδραση στο σώμα με ένα ποτήρι κρύο νερό» έγραφε η Εύη Βουτσινά για το ροδάκινο στον Γαστρονόμο. Ένα όψιμο ροδάκινο ακουμπισμένο σε ένα παραδιπλανό γραφείο μας το ‘φερε στο μυαλό, τον τρόπο της να περιγράφει όλα αυτά που φορτίζουν, καθένα με την δική του ενέργεια, τις στιγμές μας. Και τελικά άνοιξε μεγάλη κουβέντα. Αρκετοί δεν πετύχαμε πολλά καλά ροδάκινα τους μήνες που μας πέρασαν. Λίγα μόνο ήταν νόστιμα, αρωματικά, χυμώδη, μ’ αυτό το ζουμί που στάζει συμπυκνωμένο καλοκαίρι. Ήταν και το άλλο, που συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια: πολλές φορές παίρνεις τα φρούτα λίγο άγουρα από το μανάβη, τα αφήνεις ένα διάστημα για να μαλακώσουν και πάλι καταλήγεις να τα τρως σκληρούτσικα και άγλυκα. Τα αφήνεις παραπάνω μέρες και τελικά παραμαλακώνουν. Γλυκαίνουν κάπως, αλλά χάνουν σε υφή. Τι γίνεται λοιπόν με τα ροδάκινα;
Όσα μπορούν να «κλέψουν» τη γεύση
Η βιοκαλλιεργήτρια Δήμητρα Τσακίρη επισημαίνει ότι οι καιρικές συνθήκες είχαν αντίκτυπο στις φετινές καλλιέργειες σε πολλά μέρη: «Πολλοί παραγωγοί αντιμετώπισαν προβλήματα. Στην καρπόδεση λόγω του παγετού τον Μάρτιο, με την ωρίμανση των φρούτων, λόγω του καύσωνα, με τις υγρασίες μετά». Το ίδιο μας λέει και ο Πέτρος Ρούσσος, Καθηγητής του Εργαστηρίου Δενδροκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών: «Σε ορισμένες περιοχές δεν είχαμε αρκετά κρύο χειμώνα, με αποτέλεσμα τα δέντρα να μην ανθίσουν πολύ ζωηρά, είχαμε χαμηλές θερμοκρασίες και παγετό κατά την άνθιση, οπότε κι εκεί είχαμε προβλήματα, μετά είχαμε χαλάζι σε κάποιες περιοχές και το Σεπτέμβριο, πάλι κατά τόπους, βροχές κοντά στον καιρό που ωριμάζουν κάποιες όψιμες ποικιλίες − έτσι μαλάκωσαν πολύ οι καρποί χωρίς να πάρουν τα απαραίτητα σάκχαρα γιατί τράβηξαν πολύ νερό. Ουσιαστικά είναι σαν να έχετε βάλει μια κουταλιά ζάχαρη σε μισό ποτήρι νερό και ξαφνικά βάζετε κι άλλο νερό. Αραιώνονται τα σάκχαρα». Αυτό, βέβαια δεν σημαίνει ότι στην αγορά δεν υπήρχαν και νόστιμα ροδάκινα: «Ο καιρός σίγουρα επηρεάζει την ποιότητα και το ύψος της παραγωγής, αλλά πρέπει να λάβει κανείς υπόψη ότι ροδακινιές καλλιεργούνται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Στη Νότια και Βόρεια Ελλάδα έχει άλλον καιρό, ενώ παίζει ρόλο και το μικροκλίμα», επισημαίνει.
Όπως σημειώνει, είναι πολλά ακόμη στοιχεία που επηρεάζουν την ποιότητα του ροδάκινου. Ένας παράγοντας είναι η διαχείριση του παραγωγού – από τι λίπασμα θα βάλει, στο πώς θα το κλαδέψει και το πόσους καρπούς θα αφήσει στο δέντρο. Όπως εξηγεί, «ένα δέντρο μπορεί να έχει πολύ παραπάνω καρπούς την άνοιξη από αυτούς που μπορεί να θρέψει. Εκείνο από μόνο του ρίχνει κάποιους από τους καρπούς του κάτω και κρατάει όσους μπορεί να μεγαλώσει, πλην όμως και ο παραγωγός κάνει αραίωμα καρπών. Αν κάποια στιγμή δεν μπορέσει να το κάνει σωστά –φέτος όπως και πέρυσι, ας πούμε, είχαμε πρόβλημα με τα εργατικά–, κι αφήσει παραπάνω καρπούς, αυτό επηρεάζει το αποτέλεσμα. Ένας άλλος παράγοντας, ιδιαίτερα σημαντικός, είναι η ηλιοφάνεια. Χρειάζεται να δέχεται το δέντρο άπλετο ηλιακό φως για να κάνει φωτοσύνθεση και να θρέψει τους καρπούς. Αυτό σημαίνει διαφορετικά αποτέλεσμα σε κτήματα που είναι σε πεδιάδα και σε κτήματα που βρίσκονται σε πλαγιά.»
Το ότι πολλές φορές τα ροδάκινα κόβονται πιο νωρίς από ότι πρέπει και αποθηκεύονται στο ψυγείο με αποτέλεσμα να μην έχουν πάρει όλους τους χυμούς τους, είναι κάτι που αναφέρουν και η καλλιεργήτρια και ο καθηγητής του Γεωπονικού. Αυτό που παίρνει συνήθως στα χέρια του ο καταναλωτής τελικά είναι ένα ανώριμο ροδάκινο. Όπως εξηγεί ο τελευταίος, «αυτό συμβαίνει γιατί πρέπει ο παραγωγός να το συγκομίσει, ας πούμε από την Πέλλα, να το βάλει σε μια συσκευασία και να έρθει στην Αθήνα και αυτό το ροδάκινο να αντέχει. Αν αυτό το ροδάκινο είναι ώριμο, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του θα έχει χτυπηθεί». Αυτό όμως σημαίνει και κάτι άλλο: καθώς δεν ωριμάζει πλήρως πάνω στο δέντρο δεν αποκτά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ουσιαστικά χαρακτηρίζουν την ποικιλία. «Δυστυχώς αυτό που κοιτάμε δεν είναι η φυσική ωρίμανση, είναι να μαζέψουμε στο σημείο της εμπορικής ωρίμανσης, το στάδιο κατά το οποίο το προϊόν θα μπορέσει να συγκομιστεί, μετακινηθεί και να τυποποιηθεί και να φτάσει στον καταναλωτή με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, αλλά όχι με την καλύτερη δυνατή ποιότητα. Αυτό είναι το κακό. Στόχος είναι η εφοδιαστική αλυσίδα να χάσει τη λιγότερη δυνατή ποσότητα σε προϊόν. Έτσι όμως χάνει σε νοστιμιά. Αυτό που μας δίνει τη γεύση είναι η σωστή αναλογία σακχάρων προς οξέα. Αν δεν έχει πιάσει τα σάκχαρα που χρειάζεται, δεν θα έχει την επιθυμητή γεύση. Έχει να κάνει με το χρονικό σημείο στο οποίο θα το φάει ο καταναλωτής, αλλά τα φρούτα μετά την κοπή ωριμάζουν σταδιακά και σε καμία περίπτωση δεν θα έρθουν στο επίπεδο που θα ωρίμαζαν αν ωρίμαζαν πάνω στο δέντρο», συνεχίζει.
Και οι ποικιλίες των καρποφόρων δέντρων, όμως, που καλλιεργούνται, επηρεάζουν τα χαρακτηριστικά των φρούτων που βρίσκουμε στην αγορά. «Τα πυρηνόκαρπα έχουν μια διάρκεια ζωής 10 με15, βία 20 χρόνια. Πρέπει να αλλάζουν τα δέντρα. Οι περισσότερες καινούργιες ποικιλίες που επιλέγονται είναι παραγωγικές και δεν έχουν γεύση και άρωμα», λέει η Δήμητρα Τσακίρη. «Δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες –και αυτό συμβαίνει και με τα λαχανικά– οι εταιρείες που παράγουν τις νέες ποικιλίες έχουν δώσει βάρος ουσιαστικά στη εμφάνιση και στην παραγωγικότητα του δέντρου» απαντά ο Πέτρος Ρούσσος όταν τον ρωτάμε σχετικά. «Είναι πολύ παραγωγικό το δέντρο, αλλά χάνει σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Θα παράξει πολύ, αλλά δεν μπορεί να παράξει τόσο άρωμα στη μύτη και στο στόμα».